Το Μπλόκο στο Βύρωνα




Ορέστης Μακρής,«Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας» εκδόσεις ΣΕ, σελ. 136-139)













7.8.44 Απ’ τα ξημερώματα δυο γερμανικοί λόχοι πλαισιωμένοι από 800 γερμανοτσολιάδες μπλοκάρουν αιφνιδιαστικά μόνο ένα τμήμα του συνοικισμού Βύρωνα συγκεντρώνοντας εκεί όλες τους τις δυνάμεις.



Δεν επανέλαβαν το λάθος της διασποράς των δυνάμεων τους της προηγούμενης μάχης.



Ξεκινούν την επίθεση απ’ τη λεωφόρο Υμηττού σε σχήμα λαβίδας. Αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή της επίθεσης βρίσκονται οι δυο γερμανικοί λόχοι κι ακολουθούν οι γερμανοπροδότες.



Οι ελαφρές δυνάμεις μας του λόχου Βύρωνα υποχρεώνονται σε υποχώρηση. Μερικές ομάδες εγκλωβίζονται στο μπλόκο.



Ο εχθρός σχηματίζει τον κλοιό και με τη φοβερή δύναμη πυρός που διαθέτει κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τις υπόλοιπες δυνάμεις του λόχου μας . διαθέτουν πολυβόλα, όλμους και μπαζούκας.



Η διοίκηση του 2ου συντάγματος κινητοποιεί αμέσως το ΙΙΙο τάγμα Καισαριανής και τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΙΙου τάγματος και διατάσσει συγχρονισμένη επίθεση για τη διάσπαση του μπλόκου από δυο σημεία και την απελευθέρωση των πολιτών που έχουν συγκεντρώσει στην πλατεία του Βύρωνα.



Το ΙΙΙο τάγμα της Καισαριανής εξορμάει από το Σκοπευτήριο και τη Ζωοδόχο Πηγή με κατεύθυνση την πλατεία του Βύρωνα.



Την ίδια ώρα το ΙΙο τάγμα εξαπολύει αντεπίθεση από το Ρέμα της «Γριάς» στα σύνορα Νέας Ελβετίας-Βύρωνα.



Η μάχη ξεσπάει σαν θύελλα. Είναι σκληρή και άνιση. Τώρα αντιμετωπίζουμε γερμανούς έμπειρους πολεμιστές οπλισμένους ως τα δόντια.



Οι απώλειες και των δυο πλευρών είναι βαριές. Ο εχθρός έχει αρκετούς τραυματίες κι’ ένα νεκρό γερμανό αξιωματικό. Αλλά κι’ εμείς έχουμε δυο νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες.



Τελικά οι οχυρωμένοι γερμανοί κατορθώνουν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις μας ξερνώντας φωτιά και σίδερο με τους άφθονους όλμους και τα πολυβόλα τους. Τέσσερις ώρες κρατάει η μάχη ανάμεσα στον σιδερόφραχτο εχθρό και στις αδάμαστες ψυχές των Ελασιτών.



Τόσο τους χρειάζονταν για να ολοκληρώσουν το εγκληματικό τους όργια στην πλατεία.



Συγκεντρώνουν 1.000 άνδρες που τους προωθούν γρήγορα προς το κέντρο της Αθήνας και από κει στο Χαϊδάρι.



Στην πλατεία οι μασκοφόροι υπόδειξαν 10 άοπλους ελασίτες, που αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα τους έστησαν στον τοίχο.



Πλησιάζει ο Γερμανός διοικητής και τους ζητάει να μαρτυρήσουν τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος και ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Γερμανού αξιωματικού. Τους υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα να τους χαρίσει τη ζωή. Δεν πήρε καμιά απάντηση! Και τότε πετάγεται απ’ το πλήθος ένα νεολαίος, ο Παναγιώτης Κασιμάτης, η απόλυτη έκφραση της επαναστατικής έξαρσης του γίγαντα λαού μας την εποχή εκείνη. Προχωρεί περήφανα, στέκεται μπροστά στον Γερμανό διοικητή και του λέει: «… εγώ χτύπησα τον Γερμανό. Εμένα να σκοτώσετε. Αυτοί οι δέκα πολίτες είναι αθώοι. Αφήστε τους.». Ο Γερμανός φρύαξε και έξαλλος δίνει διαταγή και εκτελούν αμέσως και τα 11 παλικάρια. Έπεσαν σαν ήρωες οι:



1) Μυλωνάς Λευτέρης – ετών 22

2) Μαλαμούτης Γιώργος – ετών 22

3) Μουρίκης Κώστας – ετών 19

4) Κεσέρογλου Ιορδάνης – ετών 17

5) Χατζηιωάνου Ιπποκράτης – ετών 23

6) Μερκουριάδης Ιάκωβος – ετών 18

7) Κλειδάς Γιώργος – ετών 35

8 ) Κασιμάτης Παναγιώτης – ετών 20

9) Καλίτας Βαγγέλης – ετών 25

10)Διαμαντόπουλος Γιώργος – ετών 25

11) Καπιτσικάς Μανώλης – ετών 18



Αιωνία η μνήμη σ’ αυτούς που θυσίασαν ότι πολυτιμότερο είχαν για τα πιο ιερά ιδανικά του λαού μας.



Έτσι οι Γερμανοί φασίστες μαζί με τους «Έλληνες» προδότες , αφού ολοκλήρωσαν το βρωμερό ομαδικό τους έγκλημα, ενάντια στο μαρτυρικό συνοικισμό, απαγκιστρώθηκαν και έφυγαν προς το κέντρο κάτω από τις κατάρες των χαροκαμένων μανάδων, παιδιών και αδερφών πού έχασαν για πάντα τους αγαπημένους του. Και αυτοί, Γερμανοί και προδότες, βουτηγμένοι στο αίμα τραγουδούσαν το «Όλα-ρία-Όλα-ρα».



Οι δυνάμεις μας ξαναπήραν τις θέσεις τους στην Φιλολάου – Δαμάρεως και λεωφόρο Υμηττού και οργάνωσαν καλύτερα τα οχυρά τους για να μη μπορέσει να ξαναμπεί ο εχθρός στις ανατολικές μας συνοικίες. Στο τέλος Αυγούστου η λεωφόρος Υμηττού ήταν το σύνορο της ελεύθερης Αθήνας.



Από εκεί ξεκίνησαν την εξόρμηση τους οι Ελάσίτες του 2ου συντάγματος την πρώτη Σεπτέμβρη για την απελευθέρωση του Παγκρατίου από τις ομάδες των παπαγιώργηδων, που ήταν ντυμένοι με γερμανικές στολές των Ες-Ες , και μετέφεραν αρχές Σεπτέμβρη τη «Κόκκινη Γραμμή» σ’ όλο το μήκος της ανατολικής όχθης του Ιλισού, στο Στάδιο.



Ο συνοικισμός του Βύρωνα θυσίασε στον αγώνα ενάντια στο φασισμό τους πιο διαλεχτούς λεβέντες του. Η προσφορά του σε αίμα συναγωνίζεται την αντάρτισσα Καισαριανή. Γι’ αυτό και ο λαός μας χάρισε σ’ αυτές τις συνοικίες επίθετα – τίτλους τιμής. Η Καισαριανή πήρε τον τίτλο: «Το Στάλινγκραντ της Αθήνας». Ο Βύρωνας τον τίτλο: «Ο ατρόμητος Βύρωνας»



Από αυτές τις δυο συνοικίες 30 διαλεχτοί λεβέντες στις 23 Σεπτέμβρη 1944, προωθήθηκαν ως το Ζάππειο και κάλυψαν την διαφυγή από τους ραδιοθαλάμους του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Αθήνας, χτυπώντας με επιτυχία και καθηλώνοντας τους Γερμανούς που βγήκαν από τα υπόγεια του μεγάρου για να κυνηγήσουν τον εκφωνητή του Σταθμού Ντίνο Τσαλόγλου, που διακόπτοντας την κανονική εκπομπή του ξαφνικά άρχισε να εκπέμπει το σύνθημα:

«Προσοχή – Προσοχή! Σας μιλάει το ΕΑΜ ! Έλληνες! Όλοι επί ποδός πολέμου !





ΣΤΑΥΡΟΙ

Τόσοι σταυροί που στήθηκαν. Τόσοι σταυροί που θα στηθούνε

εμάς μονάχα σε σταυρούς μπορούν να μας μετρούνε.

Σταυροί παντού σταυροί.

Είμαστε «οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι» δεν κλάιμε ούτε γελάμε.

τα σπίτια μας καπνίζουνε, πεινούνε τα παιδιά μας δεν λυγούμε.

Ήρθαμε να χαράξουμε του πόνου μας τα σύνορα

και στήνουμε σημαδια και περνούμε.

Σταυροί, παντού σταυροί.



Φώτης Αγγουλές








Το Μπλόκο του Βύρωνα


Ω!!! Τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι κι οι αδύναμοι
κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στην καρδιά του.
Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι,
αγέρωχοι, ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου.
(Κώστας Γιαννόπουλος)


Μαρτυρία:
7 Αυγούστου 1944
Εκείνη τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά: «Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε! Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2 αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω. Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τριαντάφυλλος Κοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι.

Ξεχύνονται στους δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια, χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν πεντακόσους πούμειναν, τους
συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε, σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να υποδείξουν κι’ λαλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει, τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.

Φύγανε τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’ έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο, ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών κλαίγανε τους χαμένους τους.

Πέρα απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης Αυγούστου του 1944.

Έτσι έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του κόσμου.

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ

(Το κείμενο είναι από τη μπροσούρα «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.
ΠΗΓΗ: Οικοδόμος)

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ΙΘ” Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα: «Την 7/8/1944 και ώραν 17.40 γερμανικά αυτοκίνητα (2) πλήρη στρατιωτών διερχόμενα εκ της αγοράς Βύρωνος εδέχθησαν ριπή πολυβόλου παρ” Εαμίτου και ετραυματίσθησαν εις Γερμανός αξιωματικός και εις στρατιώτης, μετ΄ολίγον κατέφθασε ισχυρά γερμανική δύναμις ήτις διέταξε τη συγκέντρωση απάντων των ανδρών του συνοικισμού εις την πλατείαν Σμύρνης όπου συνεκεντρώθησαν 1.000 άνδρες. Παρέλαβε 10 αδιακρίτως εκ των συγκεντρωθέντων και τους εξετέλεσαν επιτόπου, άλλους δε 600 άνδρας τους μετέφερον εις Χαϊδάρι και εκείθεν τους μετέφερον εις Γερμανίαν».


Η αναφορά της αστυνομίας όμως δεν περιλαμβάνει τον 11ο ήρωα εκείνης της μέρας. Ήταν ο 20χρονος ΕΠΟΝίτης, φοιτητής του Πολυτεχνείου και γραμματέας της ΕΠΟΝ Ζωγράφου, Παναγιώτης Κασσιμάτης, που ενώ βρέθηκε τυχαία στο σημείο του μπλόκου, βλέποντας αποφασισμένο τον Γερμανό αξιωματικό να εκτελέσει τα 10 παλικάρια μπήκε μπροστά και πήρε εκείνος την ευθύνη επάνω του προκειμένου να γλιτώσει τους άλλους 10. «Σταματήστε, φονιάδες. Εγώ σκότωσα τον αξιωματικό σας. Εμένα να σκοτώσετε».
Ο Γερμανός αξιωματικός, που είχε δώσει και τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής πως αν παρουσιαστεί ο ένοχος θα άφηνε τους μελλοθάνατους ελεύθερους, τον εκτέλεσε απλά πρώτο. Στη συνέχεια ζήτησε απ” τον Ιάκωβο Μερκουριάδη να μιλήσει γιατί θα είχε την τύχη του Κασσιμάτη. Εκείνος απάντησε: «Αφού αυτός δεν φοβήθηκε το πιστόλι γιατί να φοβηθώ εγώ;». Λίγο αργότερα τα 11 παλικάρια ήταν νεκρά.


Μια μαρμάρινη στήλη στο σημείο θυμίζει σε όσους το έζησαν και γνωρίζει σε όσους δεν τους το “μαθε ποτέ κανείς ότι στο σημείο εκείνο στις 7 Αυγούστου του 1944 εκτελέστηκαν οι:


1 Μυλωνάς Λευτέρης – ετών 22,
2 Kαλαμούτης Γιώργος – ετών 22,
3 Μουρίκης Κώστας – ετών 19,
4 Καϊσέρογλου Ιορδάνης – ετών 17,
5 Χατζηιωάνου Ιπποκράτης – ετών 23,
6 Μερκουριάδης Ιάκωβος – ετών 18,
7 Κλειδάς Γιώργος – ετών 35,
8 Κασιμάτης Παναγιώτης – ετών 20,
9 Καλαϊτζής Βαγγέλης – ετών 25,
10 Διαμαντόπουλος Γιώργος – ετών 25,
11 Καπίτσικας Μανώλης – ετών 18.


Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, όλοι άκουγαν τη μάχη που έδινε η ομάδα του Κολλημένου στη Νεράιδα, στο τέρμα της Α. Κοραή που αρχίζει απ” του Μοργκεντάου. Οι ριπές από τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες έπεφταν για να σπάσει ο κλοιός των ταγματασφαλιτών και να διαφύγουν. Όμως δεν τα κατάφεραν τελικά γιατί οι γερμανοτσολιάδες ήταν περισσότεροι και είχαν βαρύτερο οπλισμό. Οι 600 συλληφθέντες του μπλόκου κατέληξαν στο Χαϊδάρι κι από κει οι περισσότεροι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.

Σε όλες τις περιπτώσεις των μπλόκων, όσοι προλάβαιναν να διαφύγουν το έκαναν. Τακτική των ΕΑΜικών οργανώσεων ήταν όταν υπήρχε πληροφορία για επικείμενο μπλόκο να απομακρύνονται οι κάτοικοι. Το ίδιο έγινε και στον Βύρωνα όπου ο ΕΠΟΝίτης Θόδωρος Κυριακίδης καλούσε τους κατοίκους να μην υποκύψουν στις απειλές των Γερμανών αλλά να φύγουν προς τα βουνά. Πράγματι στο μπλόκο του Βύρωνα οι χαράδρες και οι σπηλιές του Υμηττού είχαν γεμίσει κόσμο. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού περίπου 70 μαχητές από το ΙΙ/2 Τάγμα του ΕΛΑΣ και ομάδες της Πολιτοφυλακής κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ