Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ

από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΙΑ
περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, τεύχος 78


Στις 4 του Σεπτέμβρη έγινε η ιστορική μάχη της Λαμπούσας ενάντια στους Γερμανούς, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εξόντωση μιας γερμανικής φάλαγγας, που αποτελείτο από δέκα μεγάλα φορτηγά και ένα τζιπ με δύναμη 117 ανδρες, ένα ταχυβόλο, με βαριούς όλμους, πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, ατομικά όπλα, πιστόλια, κιάλια και άφθονα πυρομαχικά.
Δεν ήταν μια μάχη σαν πολλές άλλες που τους χτυπούσαμε σε διάφορες ενέδρες, με απώλειες πότε πολλές και πότε λίγες. Αυτή η μάχη είχε τη δική της ιστορία.
Για να χτυπήσουμε αυτή τη φάλαγγα, που ήταν φάλαγγα καταδρομών και η δράση της επεκτεινόταν σε όλη τη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, έπρεπε να έχουμε σιγουριά για τη νίκη μας.

IMG

Η θέση στη Λαμπούσα είναι πολύ κοντά στο Αλιβέρι και ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί πως υπάρχει ένα τόσο κατάλληλο μέρος για ενέδρα σε τόσο δυναμική φάλαγγα σαν αυτή που εξοντώσαμε.
Εγώ ήμουν επικεφαλής ομάδας σαμποτέρ κατά των εχθρικών αυτοκινήτων, με νάρκες στον αμαξωτό χωματόδρομο, από Κακή Σκάλα στην περιοχή της κοινότητας Αϊ-Γιάννη Αλιβερίου μέχρι το χωριό Βρύση Διρρέματος.
Σ ’ αυτήν την περιοχή κατά το πλείστον δρούσε η ομάδα μου τον Ιούνη του 1944.
Με την ομάδα μου πήγαμε στη θέση Λαμπούσα, να ναρκοθετήσουμε το δρόμο, γιατί είχαμε ανεπίσημη πληροφορία ότι θα περνούσαν γερμανικά αυτοκίνητα.
Τοποθετήσαμε τέσσερις νάρκες και από το ύψωμα της βραχώδους περιοχής παρακολουθούσαμε με τα κιάλια το δρόμο από Κύμη για Αλιβέρι.
Αλλά αντί να έρθουν γερμανικά αμάξια, είδαμε να έρχεται ένα ελληνικό.
Αμέσως τρέξαμε πιο κοντά στο δρόμο, φωνάζοντας να σταματήσουν.
Έριξα και μια ριπή στον αέρα με το αυτόματό μου.
Την άκουσαν και σταμάτησαν.
Εκτοπισμένοι στον Αη Στράτη το Σεπτέμβρη του.47. Εμπρός ο Δημήτρης Σταμελιάς και πίσω αριστερά ο Δημήτρης Μάστορης από τη Δάφνη. Στη μέση δεξιά ο Χαρ. Γιαννακός από το Πυργί. Διακρίνονται τα αντίσκηνα του στρατοπέδου.
Εκτοπισμένοι στον Αη Στράτη το Σεπτέμβρη του 1947.
Εμπρός ο Δημήτρης Σταμελιάς και
πίσω αριστερά ο Δημήτρης Μάστορης από τη Δάφνη. Στη μέση δεξιά ο Χαρ. Γιαννακός
από το Πυργί.
Διακρίνονται τα αντίσκηνα του στρατοπέδου.
Ήταν ένα ελληνικό λεωφορείο με Έλληνες επιβάτες – μαζί τους και ο Δεσπότης της Επισκοπής Κύμης Ανανίας.
Τους είπα ότι έχουμε ναρκοθετήσει το δρόμο.
Τότε ο επίσκοπος Ανανίας, όλο χαρά που τους σταματήσαμε και τους εξηγήσαμε τους λόγους, μας έδωσε τις ευλογίες του.
Αφαιρέσαμε τους πυροδοτικούς μηχανισμούς και του επιτρέψαμε να περάσουν.
Όταν έφυγαν για το Αλιβέρι, σκέφτηκα, ότι με τόσους επιβάτες μπορεί κάποιος να ήταν χαφιές, να μας πρόδινε στους Γερμανοτσολιάδες στο Αλιβέρι και να στέλνανε με αυτοκίνητο στρατό, να μας κυνηγήσουν, γιατί εμείς ήμασταν μόνο πέντε αντάρτες.
Εγώ επικεφαλής, ο Βασίλης Μήτρου γύφτος, ο Ζωντός Αστήραπό το Γαβαλά, κάποιος Σαμπάνης από το διπλανό χωριό Λάλα κι ένας από τον Κρεμαστό, Σιδέρης Γρηγόρης και να μας έπαιρναν και τις νάρκες που τις είχαμε λίγες και μας ήταν τόσο αναγκαίες, γι’ αυτό τις χρησιμοποιούσαμε εκεί που θα είχαμε θετικά αποτελέσματα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΣΤΟΡΗΣ,
οργανωτικό στέλεχος του Επαρχιακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ σε δρόμο της Αθήνας.
Μετα τη ΒΑΡΚΙΖΑ δεν άντεξε στις διώξεις και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στον Καναδά
Γι’ αυτό πήραμε τις νάρκες και φύγαμε.
Εκεί όμως, που είχαμε τοποθετήσει τις νάρκες παρακολούθησα, καλά το σημείο αυτό και είδα ότι προσφέρεται πάρα πολύ για ενέδρα.
Επιστρέψαμε λοιπόν στη βάση μας, που ήταν το χωρίο Κρεμαστός, πιο πάνω από το χωριό μου, Άγιος Γεώργιος.
Την επόμενη μέρα, πηγαίνοντας μόνος μου για μια αποστολή στα χωριά Περιβόλια, Μαντράκι και Αχλαδερή, πέρασα από το ίδιο σημείο και έκανα μια λεπτομερή εξέταση της τοποθεσίας.
Εκεί και διαπίστωσα ότι έχει εκατό τοις εκατό τα προσόντα για μια ενέδρα.
Τότε εξηγώ στο συναγωνιστή, σύντροφο και στενό συνεργάτη μου, Βαγγέλη Καντούρο τη σπουδαιότητα της τοποθεσίας για ενέδρα και αφού την ξαναείδαμε μαζί, ήταν σύμφωνη και του Καντούρου η γνώμη.
Τότε πήραμε και το Λόγγο, μια άλλη μέρα ξανά κάναμε κατόπτευση, ενημερώσαμε και τα στελέχη της οργάνωσης του χωριού Λέπουρα, Κώστα Φρυγανιώτη και Γιώργη Αντωνίου και σε συνεργασία μαζί τους πήραμε την οριστική απόφαση της ενέδρας.
Για να κάνουμε όμως κινητοποίηση και συγκέντρωση των δυνάμεών μας, έπρεπε να έχουμε και ασφαλείς πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών.
Ευτυχώς αυτό το είχαμε εξασφαλισμένο εκατό τοις εκατό.
Οι Γερμανοί είχαν διερμηνέα τους μια συντρόφισσα Ουγγαρέζα, που γνώριζε την ελληνική γλώσσα στην Κομαντατούρ Κύμης.
ΛΑΜΙΑ1
ΠΑΡΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ από το ΝΕΟΧΩΡΙ κάτοικος μέχρι το τέλος της ζωής του στο ΑΛΙΒΕΡΙ.
Παρών στη μάχη της ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ.
Στη φωτογραφία επικεφαλής λόχου στη παρέλαση της ΛΑΜΙΑΣ μετά την απελευθέρωση της.
Ε, αυτή η συντρόφισσα με κίνδυνο της ζωής της δε δίσταζε να παίζει το ρόλο πληροφοριοδότη μας μέσα στη γερμανική διοίκηση Κύμης.
Η κατάσκοπος αυτή διοχέτευε τα απόρρητα των Γερμανών, μόνο σε ένα άτομο κι αυτό το άτομο δεν ενημέρωνε παρά μόνο ένα άτομο στην οργάνωση Οξυλίθου, ένα στην οργάνωση Κύμης και εμένα, αλλά χωρίς να μας αναφέρει το όνομα της Ουγγαρέζας.
Μόνο μας έλεγε “κατά ασφαλείς πληροφορίες”, τίποτε άλλο.
Αυτές όμως οι πληροφορίες βγαίνανε πάντα σωστές.
Το άτομο αυτό ήταν ο γραμματέας της Μητρόπολης Κύμης και ιεροψάλτης στον Άγιο Θανάση Κύμης, Γεώργιος Ασημάκης, καθηγητής μουσικής απόλυτα δικός μας άνθρωπος.
Χωρίς να ξέρουν τίποτα ο δεσπότης Φωστίνης και οι Γερμανοί,
Αντάρτες από την περιοχή της Καρύστου. 
Από αριστερά Κώστας Δελιπέτρος Μιχάλης Παπαμιχάλης.
ο Γεώργιος Ασημάκης από τον Οξύλιθο πρόδωσε στην οργάνωση της Κύμης την αποθήκη της Μητρόπολης, μια μεγάλη αποθήκη, επιμελημένα κατασκευασμένη, που στην πόρτα της ήταν τοποθετημένη κατ’ εντολή του Φωστίνη μια μεγάλη εικόνα του Χριστού, για να μην υποψιάζεται ο κόσμος πως είναι πόρτα.
Μέσα η αποθήκη ήταν γεμάτη τρόφιμα, άλευρα, γάλατα, πλιγούρι ζάχαρη, καλαμάρια κονσέρβες, ιματισμό κ.λπ.
Τον ίδιο καιρό ο λαός της Κύμης πέθαινε από την πείνα.
Έχω γράψει με λεπτομέρεια σε ειδικό ενημερωτικό κείμενο για τη Δεσποτική Οργάνωση Κύμης.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου 1944 πέρασε η φάλαγγα από τη Χαλκίδα προς την Κύμη.
Τότε η Ουγγαρέζα μας ειδοποίησε μέσω του ανθρώπου μας, ότι στις 3 του Σεπτέμβρη θα περνούσε η φάλαγγα προς Αλιβέρι.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΡΛΗΣ (αριστερά) τραυματίας στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ κατά τα Δεκεμβριανά
Εμείς αμέσως κινητοποιήσαμε τις δυνάμεις μας στη Λαμπούσα.
Τη νύχτα της 2 προς 3 του Σεπτέμβρη, ξημερώνοντας οι δυνάμεις, καλύφθηκαν στην ελαφρά θαμνώδη και πετρώδη περιοχή μας κοντά στο δρόμο.
Εγώ με το Βαγγέλη Καντούρο συνδέσαμε την τηλεφωνική συσκευή με σύρμα της τηλεφωνικής γραμμής από την Κύμη -Χαλκίδα.
Εγώ με τα ειδικά πέδιλα είχα ανέβει στην ξύλινη κολώνα της τηλεφωνικής γραμμής και είχα συνδέσει τη δική μας συσκευή.
Αλλά μάταια προσπαθούσαμε, δεν μπορούσαμε να πικοινωνήσουμε το δικό μας τηλεφωνητή στη Βρύση, που είχε σύνδεση και αυτός στο τηλεφωνικό δίκτυο.
Εκεί που καλούσαμε, χωρίς αποτέλεσμα, σε μια στιγμή ακούστηκε επιτέλους και μας είπε “έρχεται η φάλαγγα”.
Ο Δημήτρης Σάρλης φωτογραφίζεται χαμογελαστός σε δωμάτιο νοσοκομείου της ΜΟΣΧΑΣ μετά από διαδοχικές χειρουργικές επεμβάσεις στο δεξί του χέρι.
Τη στιγμή που μας είπε ότι έρχονται, εγώ γαντζωμένος πάνω στην κολόνα, είδα τα γερμανικά αυτοκίνητα σε απόσταση 500 περίπου μέτρων.
Ο τηλεφωνητής από τη Βρύση μίλαγε ακόμη με το Βαγγέλη Καντούρο, όταν του φώναξα “Βαγγέλη φτάσανε”, κατέβηκα από την κολόνα σούρνοντας, αποσυνδέσαμε τη συσκευή και πιάσαμε καλυμμένοι θέσεις. Ταμπουρωθήκαμε, φοβούμενοι μήπως με είχαν δει, αλλά δεν με είχαν δει.
Ευτυχώς, που κατά την ώρα της είδησης από τον τηλεφωνητή μας είδα τα αμάξια και δεν έριξα πιστολιά, που ήταν το σύνθημα μας για να τρέξουν όλες οι καλυμμένες δυνάμεις μας να πιάσουν θέσεις στην ενέδρα.
Αν δυο λεπτά πρωτύτερα μας τηλεφωνούσε, θα είχαμε ρίξει την πιστολιά κι εγώ με τον Καντούρο και οι δυνάμεις μας θα ήμασταν εν κινήσει μέσα στον κάμπο, για να πιάσουμε θέσεις για την ενέδρα και οι Γερμανοί θα μας τσάκιζαν κυριολεκτικά, αλλά ευτυχώς ήμασταν τυχεροί.
Πέρασε η φάλαγγα αλλά δεν ήταν όλοι. Ήταν μόνο τέσσερα αυτοκίνητα.
Αφού πέρασαν, εμείς με τις δυνάμεις μας φύγαμε και το βράδυ πήγαμε νωρίς στο χωριό μου, τον Άγιο Γεώργιο.
Είχαμε ειδοποιήσει τους υπεύθυνους της οργάνωσης του χωριού μου και μας είχαν ετοιμάσει συσσίτιο.
Αφού φάγαμε, μας ήρθε άλλο σήμα από την Ουγγαρέζα, μέσω της οργάνωσης, ότι την άλλη μέρα θα περνούσε ολόκληρη η φάλαγγα.
Τέσσερις αγωνιστές της Μάχης της ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ σε εκδήλωση του ΚΚΕ στο ΑΛΙΒΕΡΙ (1982). Κατά σειρά ΜΗΤΣΟΣ ΣΚΑΡΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΙΟΝΕΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ-ΚΑΖΟΥΡΗΣ, ΜΗΤΣΟΣ ΣΑΡΛΗΣ-ΑΧΙΛΕΑΣ. Η Παναγιώτα Κυριαζή, χήρα του ήρωα Κων/νου Κυριαζή στερήθηκε του δικαιώματος όχι μόνο της χορήγησης της σχετικής πολεμικής σύνταξης, αλλά κυρίως τη δικαίωση ενός αγωνιστή για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς κατακτητές . Στην έφεσή της προς το ελεγκτικό συνέδριο και στην προσπάθειά της να δικαιωθεί αναφέρει και τα εξής : « ……. στη μάχη τραυματίστηκε ο σύζυγός μου Κωνσταντίνος Κυριαζής ( ψευδώνυμο Καζούρης ) στον αριστερό μηρό . Το τραύμα που υπέστη ο σύζυγός μου δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί από επίσημα ιατρικά στοιχεία της εποχής , γιατί δε νοσηλεύτηκε σε κρατικό νοσοκομείο . Δεν τον πήγαν για . . . ( το φόβο των Ιουδαίων ). Όμως τόσο στην αρχική κατάθεση (2003 ) όσο και σε πρόσφατη (2007 ) ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας και συμπολεμιστής του Γεώργιος Διονέλης καταθέτει και τα εξής : Εγώ τον πήρα στην πλάτη και τον πήγα στα μετόπισθεν γιατί η μάχη δεν είχε ακόμη τελειώσει. Όταν τελείωσε η μάχη και κατάλαβα ότι στο μηρό του Κυριαζή είχε μείνει βλήμα και το παντελόνι του ήταν γεμάτο αίμα , το οποίο έτρεχε συνέχεια από την πληγή του , του δέσαμε το πόδι πιο πάνω από το τραύμα με δυο μανίκια που ξηλώσαμε από ένα πουκάμισο για να σταματήσει η αιμορραγία . Μπορούσα να δω το βλήμα που ήταν σφηνωμένο στην πληγή του , το οποίο προσπάθησα να βγάλω , χωρίς να τα καταφέρω. Τον βάλαμε πάνω σ’ ένα μουλάρι και τον πήγαμε στο χωριό Βρύση που ήταν η έδρα του τάγματος, και μετά κάποιοι τον πήγαν στη Στενή , σ΄ ένα σπίτι που τόχαν μετατρέψει σε πρόχειρο νοσοκομείο. Ο Κώστας Κυριαζής μέχρι που πέθανε ήταν κουτσός δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ικανοποιητικά το πόδι του, χρειαζόταν βοήθεια για να ανέβει ακόμα και στο αυτοκίνητο. Για τους λόγους αυτούς ζητάω να γίνει δεκτή η έφεσή μου και να υποχρεωθούν τα αρμόδια όργανα της ελληνικής πολιτείας να αποφανθούν ότι ο σοβαρότατος τραυματισμός του ήδη αποβιώσαντος συζύγου μου , στη μάχη της Λαμπούσας , το Σεπτέμβριο του 1944 προκάλεσε ισόβιο αναπηρία σ΄ αυτόν τουλάχιστον σε ποσοστό 25 % . .
Τα τέσσερα αυτοκίνητα είχαν πάει να φέρουν ανεφοδιασμό στη βάση της Κύμης και αφού τους πήγαν τον εφοδιασμό, ήταν έτοιμοι την επόμενη μέρα στις 4 του Σεπτέμβρη να φύγουν.
Αμέσως, τότε, κάναμε έκτατη συνεδρίαση οι Προκοπής Τζάνος (Λόγγος), Θανάσης Τζάνος, Βαγγέλης Καντούρος κι εγώ (Μήτσος Σταμελιάς). Και αποφασίσαμε να μην χρησιμοποιήσουμε τον τηλεφωνητή από το χωριό Βρύση και να πάει ένας από εμάς τους δύο, Βαγγέλης Καντούρος ή Μήτσος Σταμελιάς σαν άριστοι τεχνικοί στις τηλεφωνικές συσκευές, οι οποίες ήταν πρωτόγονες με αμμωνίες, μπουκάλες κ.λπ.
Μα κανένας δεν ήθελε να πάει στη Βρύση, ούτε εγώ, ούτε ο Καντούρος και ρίξαμε κλήρο και είπαμε ότι, η επιτυχία της μάχης κατά το ήμισυ θα οφείλεται στην έγκαιρη πληροφόρηση από το τηλέφωνο της Βρύσης και ο κλήρος έπεσε σε μένα.
Τότε πήρα το πιστόλι μου και τα κιάλια κι έφυγα.
Πέρασα πρώτα από τον Κρεμαστό, το χωριό που ήταν η έδρα του Τάγματος μας, έστειλα όλες τις εφεδρικές μας δυνάμεις στον Άγιο Γιώργη, που ήταν ο; κύριες δυνάμεις μας κι εγώ προχώρησα μέσα στη νύχτα και πήγα στη Βρύση. Εκείνο το βράδυ μάλιστα, εξαιτίας μιας ομάδας Αετόπουλων που έπαιζαν πόλεμο, χωρίς να έχουν ενημερώσει τους αντάρτες, νόμισαν οι δυνάμεις μας πως μας είχαν μπλοκάρει οι Γερμανοί και πέσανε αρκετές τουφεκιές.
Οι κάτοικοι του χωριού εγκατέλειψαν το χωριό πανικόβλητοι και ώσπου να εξακριβωθεί η παρεξήγηση, πέρασε αρκετή ώρα. Όταν έφτασα στη Βρύση εκεί, στο σπίτι της Μαμής το λέγανε, στου ψαρά Δημήτρη Κωνσταντίνου, ήταν η κόρη του, Μαρία, την οποία παντρεύτηκε αργότερα ο Καντούρος. Εκεί, λοιπόν, πολύ κοντά στο παράθυρο του σπιτιού της Μαμής, περνούσε το σύρμα της τηλεφωνικής γραμμής. Σύνδεσα τη συσκευή μου με το σύρμα και άκουσα πολλές κουβέντες γερμανικές και ταγματασφαλίτικες.
Εγώ δε μιλούσα. Περίμενα να ξημερώσει.
Με το ξημέρωμα άρχισα να καλώ το Βαγγέλη και πολύ γρήγορα επικοινώνησα μαζί του. Μιλούσαμε όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά διάφορα λόγια, έξω από το σκοπό της επικοινωνίας μας. Εγώ κρατούσα με το ένα χέρι το ακουστικό και με το άλλο τα κιάλια, ενώ από το παράθυρο έβλεπα τον αυτοκινητόδρομο, στην πρώτη στροφή σε απόσταση περίπου χίλια μέτρα ευθεία γραμμή, ίσως και λιγότερο. Με τον Καντούρο πριν χωρίσουμε από τον Αϊ-Γιώργη, είχαμε φτιάξει έναν κρυπτογραφικό κώδικα, που γνωρίζαμε μόνο οι δυο μας, με συνθηματικά ψηφία. Για τα αυτοκίνητα είχαμε το ψηφίο Ε, για τους στρατιώτες το ψηφίο Α, για τον οπλισμό το ψηφίο Ο. Και για τις αποστάσεις των αυτοκινήτων τα ψηφία Χ.Α. (χιλιομετρικές αποστάσεις).
Μόλις είδα τη φάλαγγα του είπα “Βαγγέλη γράψε Ε 11, Άλφα περίπου 150, Όμικρον βαρύ και Χ.Α. 20 μέτρα περίπου”, ακόμη την φάλαγγα την έβλεπα και άκουσα την πιστολιά στο τηλέφωνο μου, είπε ο Βαγγέλης “καλήν αντάμωση Μήτσο και με τη νίκη”.
Αμέσως πήρα από κοντά τη φάλαγγα σε κανονική απόσταση, για να μη με αντιληφθούν. Αλλά αυτοί από Αυλωνάρι, Βαρυπόμπη και Λάλα σταματούσαν όπου έβλεπαν αμπέλια, κατέβαιναν κάτω από τα αυτοκίνητα και φορτωνόντουσαν σταφύλια.
Πλησιάζοντας στη Λαμπούσα, οι δυνάμεις μας είχαν κανονικά πιάσει τα μετερίζια τους.
Προς τα Λέπουρα είχαμε τοποθετήσει νάρκες μέσα στο δρόμο.
Το τζιπ, που πήγαινε πρώτο, τις είδε και σταμάτησαν να τις αφαιρέσουν.
Ο δάσκαλος ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΜΠΕΛΙΩΤΗΣ από το Κακολύρι όρθιος από δεξιά με συναγωνιστές του στην εξορία
Η επίθεση θ’ άρχιζε με την πρώτη ριπή στο τζιπ.
Ώσπου να εξουδετερώσουν τις νάρκες, τα αυτοκίνητα μπήκαν μέσα στο χώρο της ενέδρας.
Έπεσε η ριπή από τους αντάρτες, που βρίσκονταν σ’ αυτό το σημείο και συγκεκριμένα, από το Γιώργο Αρβανίτη στους άνδρες του τζιπ, που σωριάστηκαν κάτω. Αμέσως άρχισαν τα πυρά από παντού.
Οι Γερμανοί πανικοβλήθηκαν.
Ο ΕΛΑΣίτης Ιβάν από τη Λευκορωσία, ο οποίος είχε αυτομολήσει και μαζί με τον οπλισμό του είχε έλθει στον ΕΛΑΣ από πολύ καιρό, με ένα τηλεβόα φώναξε στους άνδρες της γερμανικής φάλαγγας, για να γλιτώσουν τη ζωή τους, να πετάξουν τα όπλα και με τα χέρια ψηλά να κατευθυνθούν προς το μέρος της Κύμης.
Κι αυτό έγινε.
Γύρω στους 20 Γερμανούς στρατιώτες παραδόθηκαν.
Με τους υπόλοιπους διεξήχθηκε σκληρή μάχη, που όμως είχε κριθεί από τις πρώτες ριπές.
«Εδώ στο παλιό Αυλωνάρι άφησε την τελευταία του πνοή ο Βασίλης Μήτρου, φωτογραφία Δ. Γκιζελής»
Οι Γερμανοί όρθιοι πάνω στα αυτοκίνητα και τρώγοντας σταφύλια έπεφταν νεκροί από τα δραστικά καταιγιστικά πυρά των παλικαριών μας.
Πολλά αυτοκίνητα πήραν φωτιά και καίγονταν.
Οταν τελείωσε η μάχη, τα κάψαμε όλα αφού πήμαμε το βαρύ και ατομικό οπλισμο και τα πυρομαχικά.
Από τους δικούς μας τραυματίστηκε θανάσιμα το πρωτοπαλίκαρο μας, Βασίλης Μήτρου από τα Χάνια Αυλωναρίου, που είχε το ψευδώνυμο Γύφτος.
Έπαιρνε μέρος σε σαμποτάζ, και διάφορες άλλες επιχειρήσεις, όπως η ανατίναξη με ωρολογιακή βόμβα-βεντούζα ενός καταδιωκτικού σκάφους των Γερμανών στην Παραλία της Κύμης και σε πολλά άλλα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΥ ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ
Ο Βασίλης υπέκυψε στα τραύματα του στο Αυλωνάρι, όπου έγινε η ταφή του.
Επίσης, είχαμε τραυματία και το Βασίλη Μπόκαρη από το χωριό Βαρυπόμπη Αυλωναρίου.
Οι Γερμανοί είχαν 12 τραυματίες και γύρω στους είκοσι (20) που παραδόθηκαν.
Έναν που διέφυγε και πήγε στο Αλιβέρι σαν τρελός* και 85 σκοτώθηκαν.
Η ταφή τους έγινε από τους κατοίκους των γύρω χωριών (Λάλα, Νικολέτα, μετονομάστηκε σε Νεοχώρι) και τους κατοίκους του χωριού Λέπουρα Αλιβερίου.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΑΜΗΣ ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ
Τους τραυματίες τους μεταφέραμε μέσω Μαντράκι Αχλαδερής στο χωριό Βρύση σε σπίτι, που το μετατρέψαμε σε πρόχειρο Νοσοκομείο.
Το σπίτι αυτό ήταν του Ευαγγελινού, εγκαταλελειμμένο, λόγω ανάμιξης του με Γερμανοτσολιάδες.
Την έδρα του τάγματος μας τη μεταφέραμε στο χωριό Γάγια, όταν πήγαμε το Ρώσο αντάρτη του ΕΛΑΣ, Ιβάν.
Τον χρησιμοποιούσαμε για διερμηνέα, γιατί τα ελληνικά τα είχε μάθει και τα μίλαγε καλά.
Ήταν πολύ μορφωμένος, στη Σοβιετική Ένωση ήταν εκπαιδευτικός.
Μίλησε από το τηλέφωνο στο Γερμανό διοικητή Κύμης και του είπε την τύχη που είχε η γερμανική φάλαγγα του.
Επίσης του είπε, αν θέλει να στείλει γιατρό και φάρμακα γιατί εμείς στον ΕΛΑΣ τα είχαμε λιγοστά.
Ο ΕΛΑΣ στην Εύβοια.
Τρίτος αριστερά ο Προκόπης Τζανος ή Λόγγος
* Σημ. του Εκδότη: σταμάτησε στο χωριό Βέλος όπου ήπιε ένα κουβά νερό όπως αναφέρουν οι χωριανοί.
Μετά τον πόλεμο επισκέφθηκε ξανά την περιοχή μας, γύρω στο ’60.
Ο Γερμανός διοικητής, όταν άκουσε τα θλιβερά νέα από τον Ιβάν, έμεινε άφωνος για λίγο και μετά είπε
“δεν μπορώ να πιστέψω ότι εσείς εξοντώσατε αυτή την παντοδύναμη φάλαγγα. Εάν όμως αληθεύει, τότε δεν μπορεί να είστε διασκορπισμένοι κατσαπλιάδες, αλλά οργανωμένος στρατός”.
“Και βέβαια είμαστε”
του απάντησε ο Ιβάν
Μαχητές του 3ου τάγματος ΕΛΑΣ. 
Στο κέντρο με τα γένια ο στρατιωτικός διοικητής Προκόπης Τζάνος ή Λόγγος. Αριστερά ο καπετάνιος του τάγματος Θανάσης Τζανος, δεξιά του ο ανθυπολοχαγός Αυγερινός. Στην κάτω σειρά οι Ρώσοι Δημήτρης Κατσίεφ με το τόμσον, διπλά του ο Ιβαν Μαργίεφ που κρατάει το γερμανικό λάφυρο-μυδράλιο, που πάρθηκε ανάμεσα σε άλλα από τη μάχη που έγινε με τους Γερμανούς στους Μαλετιάνους το Μάη του 1944.
“και εάν θέλεις στείλε φάρμακα και γιατρό”,
τα οποία και έστειλε μαζί με τον Έλληνα γιατρό Ανδρέου. Σε δυο μέρες ξαναπήραμε τηλέφωνο το Γερμανό διοικητή Κύμης και τον καλέσαμε να παραδοθεί με όλους τους άλλους Γερμανούς, ειδεμή θα τους χτυπούσαμε μέσα στην Κύμη.
Με τον οπλισμό, που πήραμε από τη μάχη της Λαμπούσας, οπλίσαμε και άλλους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Από τα Γάγια μεταφερθήκαμε στο χωριό Πασά Άγιος Βλάσης, γενέτειρα του Λόγγου και του Θανάση (σημ. του εκδότη: και οι δύο με το επώνυμο Τζάνος, ξαδέρφια).
Εκεί κάναμε ανασυγκρότηση, φτιάξαμε ολόκληρους λόχους και κανονικές διμοιρίες. Σε συνέχεια πολιορκήσαμε την Κύμη, βάλαμε φυλάκια στου Κατσαρολά, δυνάμεις στα χωριά Κάδι και Κουρούνι και καλέσαμε ξανά τους Γερμανούς να παραδοθούν. Ήρθε ο Δεσπότης Ανανίας, σαν μεσολαβητής και παρακάλεσε να μην αιματοκυλίσουμε την Κύμη. Όσο για το Γερμανό διοικητή, μας παράγγειλε, ότι δεν θέλει να πολεμήσει αλλά και να παραδοθεί ντρέπεται.
Στη κορυφή αυτού του λόφου που ελέγχει την περιοχή από τα ανατολικά τοποθετήθηκε μια ιταλική «πρέντα», βαρύ μυδράλιο, για να καλύψει πιθανή υποχώρηση. 
Χειριστής ο Γιώργος Κόλλιας από το Αλιβέρι και βοηθός ο Βλάσης Πάλλης από το Νεοχώρι.
Εμείς του είπαμε, ότι δεν είναι ντροπή, αν δεν θέλει όμως, να τους χτυπήσουμε.
Στο μεταξύ, μας πληροφόρησε, η Ουγγαρέζα ότι σκέφτονται να φύγουν από το Στόμιο μέσω Οριού και να περάσουν στο Αλιβέρι, να ενωθούν με τους Γερμανοτσολιάδες, που ήταν εκεί.
Μα εμείς κατεβάσαμε στο Οριό από το Κορούνι το Λόχο στον οπιοίο ήμουν εγώ καπετάνιος με στρατιωτικό τον Επαμεινώνδα (Γιάννη Ηλία) και φρουρούσαμε αυτό το πέρασμα.
0 Αχιλλέας (Δημητρης Σαρλης ) και ο Πολικος (Κώστας Τσακος,) σημ. του εκδοτη) κρατούσαν τις άλλες πλευρές της ενδεχόμενης αποχώρησης των Γερμανών με τους Λόχους τους.
Τελικά, όμως, οι Γερμανοί προτίμησαν να φύγουν δια θαλάσσης από παραλία Κύμης, με τη γνωστή τύχη που τους περίμενε στο Αρτεμίσιο ακρωτήρι της Β. Εύβοιας.
Τους βομβάρδισαν τα συμμαχικά αεροπλάνα και τους βύθισαν.
Τότε, με απελευθερωμένη την Κύμη, προχωρήσαμε στο χωριό Βελούσια (Βέλος) Αλιβερίου”.
Η ΝΟΤΙΑ ΕΥΒΟΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ
του ΘΑΝΑΣΗ ΤΖΑΝΟΥ
(Πασσά Εύβοιας, 1991)
ΤΖΑΝΟΣ_0001
“Περιγραφή της τοποθεσίας Λαμπούσας:
Η τοποθεσία βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αλιβέρι στον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί προς την Κύμη.Είναι ένας μικρός καμπίσκος δίπλα από το χωριό Λέπουρα. Στο βόρειο μέρος του καμπίσκου αυτού, ανατολικά και δυτικά, ξεκινούν λοφίσκοι που φτάνουν προς το Βαρυπόμπι και το Αυλωνάρι. Δίπλα στον καμπίσκο και στην ανατολική του πλευρά ξεκινάει ένα μικρό ποταμάκι που έρχεται από το χωριό Κριεζά και φαίνεται σαν να ανηφορίζει προς το χωριό Αυλωνάρι, για να καταλήξει στη θάλασσα του Αιγαίου κάτω από το χωριό Οξύλιθος.
Τον αμαξωτό δρόμο πάνω στη Λαμπούσα τον διασταυρώνουν δύο νεροφαγώματα τα οποία οδηγούν το ποταμάκι στην ανατολική πλευρά.
Η ηγεσία του 7ου συντάγματος του ΕΛΑΣ μετά την είσοδο του στη Χαλκίδα
Στο ένα νεροφάγωμα υπάρχει γεφύρι πάνω στον αμαξωτό δρόμο.
Στην τοποθεσία αυτή έγινε η μεγάλη μάχη με τους Γερμανούς τους οποίους εξόντωσαν οι αντάρτες.
Η Ανατολική Εύβοια, όπως αναφέρομαι και αλλού, ήταν στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, γιατί εκτός των ανθρακωρυχείων της περιοχής που το κάρβουνο ήταν απαραίτητο για τους Γερμανούς, γειτόνευε και με το Αιγαίο Πέλαγος που από κει έβγαιναν και έμπαιναν συμμαχικές αποστολές.
Ακόμη και αποβάσεις υπολόγιζαν από τους συμμάχους γιατί και το Υποβρύχιο “Παπανικολής” κάθε τόσο τους ενοχλούσε με διάφορες βολές του που έριχνε.
Για τους λόγους αυτούς οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει σοβαρά την περιοχή, πράγμα που δυσκόλευε σοβαρά τον αγώνα των ανταρτών.
Ο ηρωικός Γραμματέας της ΚΟ Καρύστου του ΚΚΕ, Λυκούργος Ζούμπερης
Με αρκετές δυνάμεις κρατούσαν την Παραλία της Κύμης και τα ανθρακωρυχεία.
Επίσης μια εφεδρική τους δύναμη κρατούσε το Αλιβέρι.
Μια φάλαγγα με δέκα περίπου αυτοκίνητα πηγαινοερχόταν στη Χαλκίδα για να τους τροφοδοτεί.
Όταν η φάλαγγα αυτή περνούσε για την Κύμη τρομοκρατούσε τα χωριά με σκοπό να περνά ανενόχλητα.
Στην περιοχή βρισκόταν το 3ο Τάγμα του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ το οποίο για να σταθεί έπρεπε να δίνει συνεχώς μάχες με τους Γερμανούς με τη μορφή κλεφτοπόλεμου.
Τέτοιες μάχες το 3ο Τάγμα είχε δώσει αρκετές και η φάλαγγα αυτή ήταν υποχρεωμένη να περνάει ακροβολισμένη, γιατί σ’ όλη την απόσταση από τη Λαμπούσα μέχρι την Κύμη τους κτυπούσαμε και γι’ αυτό στο πέρασμα τους οι Γερμανοί ήταν πολύ προσεκτικοί. Μετά την εκτέλεση των τριάντα πατριωτών του χωριού Κακολύρι και το κάψιμο του από τη μια άκρη στην άλλη, το Τάγμα πήρε απόφαση να κτυπήσει τη φάλαγγα για να πληρώσουν κι αυτοί τα εγκλή ματα τους.
Μέσα στην Κύμη είχαμε ένα δικό μας άνθρωπο από το χωριό Καλημεριάνοι, που είχε έλθει σε επαφή με τον Στάθη Αθανασάκηο οποίος ήταν από το ίδιο χωριό, και άρχισε να μας στέλνει διάφορες πληροφορίες που ήταν πολύτιμες για τον αγώνα που έκανε ο ΕΛΑΣ στην περιοχή.
Ο άνθρωπος αυτός, τα σημειώματα του τα υπέγραφε από κάτω με τρεις σταυρούς.
Όλες του οι πληροφορίες ήταν θετικές, γι’ αυτό και για το κτύπημα της φάλαγγας βασιστήκαμε στον άνθρωπο μας αυτόν.
Δύο-τρεις ημέρες πριν τη μάχη της Λαμπούσας μας είχε πληροφορήσει για το ξεκίνημα της φάλαγγας, αλλά αργήσαμε να βρεθούμε στη Λαμπούσα και η φάλαγγα πέρασε για μέσα.
ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΣΚΑΡΗΣ
Στη μνήμη του αξέχαστου συντρόφου ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΣΚΑΡΗ, που έφυγε πριν λίγο καιρό από τη ζωή, στα 89 του χρόνια, οι φιλοξενούμενοι στο «ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ» πρόσφεραν στο Ιδρυμα το ποσό των 100 ευρώ. Ο αξέχαστος σύντροφός μας πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας. Από τους πρώτους εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ, κρατώντας ψηλά τη σημαία του. Εντάχθηκε και πολέμησε μέσα από τις γραμμές του τρίτου τάγματος Εύβοιας της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Συμμετείχε στη μάχη της Λαμπούσας, όπου ο ΕΛΑΣ αιχμαλώτισε, τελικά, 110 Ιταλούς, Γερμανούς και ταγματασφαλίτες. Σε αυτήν τη μάχη ο Σπύρος Κάσκαρης τραυματίστηκε. Σε δύο μόλις μήνες, βρίσκεται πάλι με το τμήμα του στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη στην Αθήνα. Ηταν μπροστά, επίσης, στη μάχη του Κεφαλαρίου Κηφισιάς όπου ο ηρωικός ΕΛΑΣ αιχμαλώτισε 550 αξιωματικούς και οπλίτες της αεροπορίας και τον ταξίαρχό τους. Ο Σπύρος συνέχισε τον αγώνα μετά την απελευθέρωση στο Περιστέρι, παίρνοντας μέρος σε κάθε προσκλητήριο αγωνιστικής κομμουνιστικής δράσης. Μεταφέρθηκε στο «Σπίτι του Αγωνιστή» και πέρασε σ’ αυτό τα 3,5 τελευταία χρόνια της ζωής του. Ολοι τον θυμούνται για το ήθος και την ευγένειά του, την αφοσίωσή του στο λαό και το Κόμμα μας.
Όμως έξω από το Αλιβέρι προς την Κακή Σκάλα ο «Ξιφίας” Νίκος Καλίτσης από τη Λίμνη της βόρειας Εύβοιας, είχε βάλει νάρκη και εκείνη την ημέρα ένα βαθειώτικο κάρο που έφευγε από το Αλιβέρι έπεσε επάνω στην νάρκη και πετάχτηκε στον αέρα.
Οι Γερμανοί, όταν έφτασαν στο Αλιβέρι από την Κύμη, πληροφορήθηκαν για τη νάρκη και δεν τόλμησαν να ξεκινήσουν για τη Χαλκίδα- γύρισαν πάλι στην Κύμη.
Την παραμονή της μάχης ο “τρισταυρίτης” της Κύμης μας ειδοποιεί πάλι με το γνωστό σημείωμα του, ότι το πρωί η φάλαγγα φεύγει για τη Χαλκίδα.
Τώρα έχουμε οργανώσει τα πράγματα καλύτερα και βρισκόμαστε στο πόδι.
Κάτω από το χωριό Διρρέματα έχουμε τοποθετήσει σε σχίνο μέσα, τηλέφωνο συνδεμένο στη μοναδική γραμμή που συνδέει τη Χαλκίδα με την Κύμη, και άλλο τηλέφωνο στον τόπο της Λαμπούσας κι αυτό καμουφλαρισμένο μέσα σε σχίνο. Έχει γίνει και δοκιμή και η επαφή μας είναι πλήρης.
Το σημείωμα από την Κύμη το πήραμε στο χωριό Κρεμαστός από βραδύς και αργά τη νύχτα ξεκινήσαμε για τη Λαμπούσα. Φύγαμε γύρω στους 150 αντάρτες ίσως και παραπάνω, και το. πρωί-νύχτα φτάσαμε στον τόπο της Λαμπούσας.
Περάσαμε τον αμαξιτό προς την ανατολική πλευρά, κρυφτήκαμε όλοι οι αντάρτες μέσα σε μια χαράδρα και περιμέναμε την είδηση από το τηλέφωνο των Διρρεμάτων.
Μια άλλη δύναμη μας έπιασε απέναντι από το χωριό Βελούσα που έβλεπε προς το Αλιβέρι, για να μας προστατεύει την ώρα της μάχης από τυχόν ενισχύσεις των Γερμανών που μπορούσαν να έρθουν από το Αλιβέρι.
Κατά τις 9 η ώρα το πρωί ο Βαγγέλης Καντούρος, που κρατούσε το τηλέφωνο μέσα στο σχίνο, μας ειδοποίησε ότι η φάλαγγα πέρασε από τα Διρρέματα και έρχεται κάτω.
Η ειδοποίηση ήταν συνθηματική: “ο άρρωστος θα εγχειρισθεί ύστερα από 9 με 10 μέρες και θα χρειαστούν 120 με 150 οκάδες λάδι”.
Αυτό σήμαινε ότι τα αυτοκίνητα ήταν 9 με 10 και οι Γερμανοί 120 με 150 άνδρες. Φυσικά για την ακρίβεια ως προς τους άντρες δεν θα έπρεπε να είμαστε σίγουροι. Περίπου πάνω-κάτω θα ήταν τόσοι. Όταν πήραμε την είδηση από τον Καντούρο, τρέξαμε και πιάσαμε τις θέσεις μας που είχαμε υπολογίσει από πριν. Πάνω στην ανατολική πλευρά ψηλά στο λόφο στήθηκε ένα βαρύ πυροβόλο το οποίο είχε αποστολή και να κτυπήσει τη φάλαγγα από εκεί αλλά και να μας προστατεύσει σε περίπτωση που η φάλαγγα δεν θα είχε μπει ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας και θα μας κτυπούσε.
ΚΩΣΤΑΣ ΦΡΥΓΑΝΙΩΤΗΣ 
Εφυγε» πριν λίγες μέρες (στις 29 Σεπτέμβρη) από κοντά μας ο μπαρμπα – Κώστας Φρυγανιώτης, σε ηλικία 93 χρονών. Η κηδεία του έγινε την επομένη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Αλιβέρι, όπου έζησε και έδρασε. Δικηγόρος, στο επάγγελμα, υπερασπίστηκε πολλές φορές και με επιτυχία τα δίκια των εργατοϋπαλλήλων. Η πλούσια πολιτική και κοινωνική του δράση, η συμμετοχή του στους αγώνες τον καταξίωσε ως αγωνιστή και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με την ΕΔΑ. Πριν απ’ αυτό, όμως, σαν μαχητής του ΕΛΑΣ πολέμησε κατά του φασισμού, μέσα από τις τάξεις του. Μετά τα Δεκεμβριανά και στις αρχές του Εμφύλιου συνελήφθη και φυλακίστηκε και κατόπιν, το 1947 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, μέχρι τα τέλη του 1950. Η χούντα των συνταγματαρχών τον συνέλαβε και τον εξόρισε για δεύτερη φορά στη Γιούρα. Στη μεταπολίτευση, το 1975 εντάχθηκε στο ΚΚΕ και πάλευε μέσα απ’ τις γραμμές του, παραμένοντας πιστός κι αταλάντευτος στα ιδανικά του. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Παραρτήματος Αλιβερίου της ΠΕΑΕΑ και πρόεδρός του μέχρι το 1995, αγωνιζόμενος για το στήσιμο μνημείων της ένδοξης Εθνικής Αντίστασης, μεταξύ αυτών και της Λαμπούσας
(από Ριζοσπάστη 2002)
Στο ανατολικό πλευρό του καμπίσκου μέσα στο ρέμα είχε τοποθετηθεί μια υπολογίσιμη δύναμη η οποία ήταν πολύ κοντά στον αμαξιτό δρόμο, με επικεφαλής τον Προκόπη Τζάνο με το ψευδώνυμο “Λόγγος”, στη βόρεια πλευρά, πάνω από τη
στροφή σε ένα μακρύ τείχος, είχε τοποθετηθεί ο Γιάννης Ηλίας με το ψευδώνυμο “Επαμεινώνδας” από τη Βόρειο Εύβοια και στα δεξιά του ο Μήτσος Σαρλής με το ψευδώνυμο “Αχιλλέας” από το χωριό Κακολύρι.
Πάνω στο λόφο όπου είχε στηθεί και το τηλέφωνο, ο Καντούρος με δύο-τρεις άλλους με αυτόματα και χειροβομβίδες.
Κάτω από το γεφύρι προς το χωριό Λέπουρα ο υποφαινόμενος με τον Κώστα Τσάκο, ανθυπολοχαγό της Σχολής Ευελπίδων από τη Χαλκίδα με το ψευδώνυμο “Πολικός”.
Κοντά στο γεφύρι είχαμε τοποθετήσει μέσα στον αμαξιτό δρόμο νάρκες, με σκοπό αυτές οι νάρκες να δώσουν το σύνθημα της έναρξης της μάχης.
Σε περίπτωση όμως που οι Γερμανοί θα ανακάλυπταν τις νάρκες, θα έπρεπε οι αντάρτες να περιμένουν να γίνει η αρχή της μάχης κάτω από το γεφύρι.
Μόλις το πρώτο αυτοκίνητο έφτασε κοντά στις νάρκες, οι Γερμανοί αντελήφθηκαν τις νάρκες και σταμάτησαν ικανοποιημένοι που τις αντελήφθησαν. Κάτι λένε και κατεβαίνουν να τις βγάλουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η φάλαγγα να πυκνώσει και να βρεθεί ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας. Κάτω από το γεφύρι, απ’ τη μεριά είχαμε τον Λευκορώσο τον Ιβάν με ένα μυδράλιο και από την άλλη τον Κώστα Καζούρη από το Αλιβέρι με ένα οπλοπολυβόλο.
Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα αρχίσαμε τις ριπές κάτω από το γεφύρι και αυτομάτως ξέσπασε ο πόλεμος απ’ όλες τις μεριές.
Οι Γερμανοί εσπευσμένα κατεβαίνουν, πιάνουν θέσεις και μας κτυπούν κι αυτοί. Το πολυβόλο που ήταν στημένο ψηλά στο λόφο κτυπάει κι αυτό πάνω στη φάλαγγα και η θέση των Γερμανών ήταν τραγική. Ορισμένοι έρποντας φτάνουν μέχρι το ρέμα και κτυπούν με χειροβομβίδες. Είχαμε δύο-τρεις ελαφρά τραυματίες από χειροβομβίδες.
Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Βασίλης Μπόκαρης από την Βαρυπόμπη που έχει σήμερα τη μεγάλη ταβέρνα στην Κηφισιά.
Η μάχη πήρε σκληράδα και θα έπρεπε να τελειώνουμε για να μην τους έρθει καμία ενίσχυση και θα ήταν τα πράγματα δύσκολα για μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΤΟΣ κάτω δεξιά με τα γυαλιά.
Άλλος ένας Αλιβεριώτης μαχητής του ΕΛΑΣ – Κομουνιστής στη Μακρόνησο εξορία.
Ο Δημήτρης ο Λευκορώσος που ήταν μέσα στο ρέμα, υπολογίζοντας ότι μπορεί μέσα στη φάλαγγα να υπάρχει κανένας Λευκορώσος, έβαλε τις φωνές κι ζητούσε στη γλώσσα, όσοι είναι Λευκορώσοι, να παραδοθούν.
Ένας Λευκορώσος σηκώθηκε, σήκωσε τα χέρια και έτρεξε προς εμάς. Όμως οι Γερμανοί, μόλις τον είδαν, τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν.
Τη στιγμή αυτή κάναμε την εξόρμηση και από το γεφύρι και από το ρέμα, βάλαμε τις φωτιές και σταμάτησε το πολυβόλο που ήταν στο ύψωμα και έτσι καταφέραμε να έρθουμε στα χέρια με τους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί μόλις είδαν ότι τους κυκλώνουμε απ’ όλες τις πλευρές, σήκωσαν τα χέρια.
Εκτός από την ουρά της φάλαγγας όπου υπήρχαν ακόμη λίγοι ζωντανοί, επειδή κατάφεραν να μπουν στο ερειπωμένο κτίσμα στη μπροστινή πλευρά οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο ερειπωμένο αυτό κτίσμα ήταν να τοποθετηθούν νάρκες γιατί υπολογίζαμε ότι θα μπουν εκεί οι Γερμανοί και δε θα χρειάζονταν να τους πολεμήσουμε. Όμως, όταν ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, η γερμανική φάλαγγα πρόφτασε τον αντάρτη Θανάση Νικολή ο οποίος έφερνε τις νάρκες από τον Πασσά, αυτός αναγκάστηκε να παραμερίσει από τον αμαξιτό δρόμο για να περάσει η φάλαγγα. Έτσι, εκείνοι που αντιστέκονται τώρα είναι οι Γερμανοί, που είναι εκεί μέσα οχυρωμένοι. Όμως δεν χρειάστηκε πολύ για να καταληφθεί και το πρόχειρο αυτό οχυρό τους.
Ο κάμπος είχε γεμίσει από πτώματα. Ανάμεσα στα πτώματα ήταν και του Βασίλη του Μήτρου που είχε πέσει μέσα στους Γερμανούς θανάσιμα τραυματισμένος. Ο Βασίλης είχε μπλεχθεί στα χέρια με τους Γερμανούς πριν ακόμα γίνει η γενική εξόρμηση.
Επίσης, μαζέψαμε και τον τραυματία Λευκορώσο, που πρώτος ξεκίνησε να παραδοθεί. Αυτόν τον θεραπεύσαμε και τον κρατήσαμε μαζί μέχρι το τέλος. Κόσμος, γυναίκες, άντρες απ’ τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν εκεί όλοι μας βοήθησαν για την προώθηση των πυρομαχικών.
Καθορίσαμε δύο στέκια, να τα πηγαίνουν, να ξαναγυρίζουν και να παίρνουν άλλα. Πολλά κιβώτια πυρομαχικών τα βρήκαμε αργότερα μέσα στα σχοίνα. Αφού μεταφέραμε όλον αυτόν τον οπλισμό τους και τα πυρομαχικά τους, βάλαμε φωτιά σ’ όλα τα αυτοκίνητα. Τότε, δεν υπήρχε ούτε ένας οδηγός αυτοκινήτου από μας. Μόνο ο Τάκης ο Ζέρβας από τη Βρύση ήξερε από αυτοκίνητα. Όταν βάλαμε φωτιά μαύρισε ο ουρανός.
Οι Ταγματασφαλίτες στο Αλιβέρι είπαν, όπως μάθαμε, ότι οι Γερμανοί, με αυτό πού καναν οι αντάρτες, έβαλαν φωτιά στο χωριό Λέπουρα και το καψαν όλο. Όταν όμως ήρθαν με τους Γερμανούς και είδαν τι είχε γίνει, και αυτοί και οι Γερμανοί τάχασαν. Ούτε να τους θάψουν ενδιαφέρθηκαν ούτε για τίποτε. Πήραν μόνο ένα τραυματία που βρήκαν εκεί και αυτός ο τραυματίας, όπως μάθαμε, ήταν ο Γερμανός που είχε πυροβολήσει κρυμμένος μέσα σε ένα χαντάκι και είχε σκοτώσει ένα παιδί την ώρα που βοηθούσε για τη συγκέντρωση των πυρομαχικών.
Του πήραν το αυτόματο με το οποίο είχε σκοτώσει το νεαρό. Αυτός, όπως μάθαμε αργότερα ήταν εκείνος που τον περιμάζεψαν οι Γερμανοί.
Μαζέψαμε όλους τους Γερμανούς τραυματίες, καθώς και ορισμένους Έλληνες που ήταν στη φάλαγγα. Τους δέσαμε τα τραύματα τους. Βοήθησαν και οι επιζήσαντες Γερμανοί, από τους οποίους σε καλή κατάσταση 21 και άλλοι 16 ήταν τραυματίες.
Το βράδυ φτάσαμε και ξενυχτήσαμε στο χωριό Αχλαδερή. Την επομένη ανεβήκαμε στην Οκτωνιά και το βράδυ της επομένης περάσαμε το Οριό και φτάσαμε στο Μονόδρι. Τι ενθουσιασμό είχε ο κόσμος δεν περιγράφεται. Τι χαρές, τραγούδια. Όλος ο κόσμος απ’ τα χωριά αυτά ήταν στο πόδι. Περάσαμε το Μονόδρι και ανεβήκαμε στον Κρεμαστό. Τους τραυματίες τους τοποθετήσαμε στη Βρύση.
Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η διαδρομή μας από τη Λαμπούσα, Αχλαδερή, Οκτωνιά, Οριό, Μονόδρι, Βρύση κ.λπ. με τόσους τραυματίες Γερμανούς δεν περιγράφεται. Εκείνη η αντοχή μας και η πίστη μας για τον αγώνα ήταν απερίγραπτη. Και μόνο που τα σκεπτόμαστε σήμερα απορούμε γι’ αυτή την αντοχή μας.
Συμπεριφερθήκαμε στους αντιπάλους μας καλύτερα και από ένα τακτικό στρατό. Όταν φτάσαμε στον Κρεμαστό με τους αιχμαλώτους Γ ερμανούς, πήραμε με ένα άλλο τηλέφωνο, που είχαμε στήσει εκεί, τους Γερμανούς στην Κύμη και τους αναφέραμε τα της μάχης.
Βάλαμε τη διερμηνέα Ελληνοουγγαρέζα ονόματι Ζωζώ και έλεγε στους Γερμανούς ό,τι της υπαγορεύμαμε εμείς.
Τους είπαμε “να έρθουν να παραδοθούν για να πάνε σίγουρα στα σπίτια τους, γιατί ο πόλεμος γι’ αυτούς είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί σ’ όλα τα μέτωπα υποχωρούν και είναι ματαιοδοξία να επιμένουν”. Ένας αξιωματικός από τους αιχμαλώτους σε στάση προσοχής τους δίνει αναφορά για τους νεκρούς τους και, όπως μας είπε η Ζωζώ, ο αξιωματικός από την Κύμη είπε ότι πρώτη φορά είδε να συνεννοούνται δύο αντίπαλοι από τηλεφώνου. Μας έκανε παράπονο ότι τους κτυπάμε εξ ενέδρας κ.λπ. Του απαντήσαμε ότι στο εξής θα τους πολεμάμε κατά μέτωπο, γι’ αυτό “καλά θα κάνετε να έρθετε να παραδοθείτε”. Ο Γερμανός μας παρακάλεσε να μας στείλει φάρμακα για τους τραυματίες τους. Του είπαμε ότι οι τραυματίες απολαμβάνουν τη συμπεριφορά των αιχμαλώτων και ότι τους έχει παρασχεθεί κάθε ιατρική βοήθεια που χρειαζόταν. Επιμείναμε στην παράδοση τους, αλλά αυτοί στάθηκαν ανένδοτοι.
Το βράδυ στο σπίτι του Δικηγόρου Κώστα Μπιλάλη στα Γάγια, κάναμε μερική ανάκριση της Ζωζώς.
Μας είπε ότι στη φάλαγγα επάνω ήταν μαζί με ένα Γερμανό αξιωματικό τον οποίο πλαιότερα μαζί με δύο άλλους τεχνικούς των ανθρακωρυχείων τους είχαμε πιάσει στα ανθρακωρυχεία Πασσά, αλλά αφού τους ταΐσαμε σαν τεχνικοί που ήταν τους αφήσαμε.
Στο δρόμο ο αξιωματικός αυτός, της διηγήθηκε αυτή την περιπέτεια και επαινούσε τους αντάρτες γι’ αυτήν τη συμπεριφορά τους.
Τώρα στη μάχη πάλευαν και οι δύο, να προστατευθούν κάτω από τα λάστιχα των αυτοκινήτων.
Αυτός ο Αξιωματικός σκοτώθηκε εκεί. Πριν σκοτωθεί, μας λέει η Ζωζώ, έβριζε το Χίτλερ:
“Άτιμε Χίτλερ, πεθαίνω σε ξένο έδαφος… Αχ τα παιδάκια μου”.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του άτυχου αυτού Γερμανού.
Η Ζωζώ ανησυχούσε για την τύχη της. Της είπαμε ότι δεν είμαστε όπως φαντάζεται ή όπως διαδίδουν για μας.
“Μη φοβάσαι για τίποτα”
της είπαμε. Για τη Ζωζώ είχαμε πληροφορίες καλές. Όταν οι ανθρακωρύχοι κάναν απεργίες, σαν διερμηνέας που ήταν, έπαιρνε πάντα με όποιο τρόπο μπορούσε τα δίκαια των εργαζομένων. Επίσης, και για τους κρατούμενους που έπιαναν οι Γερμανοί από τους πολίτες, έκανε ό,τι μπορούσε… Της είπαμε, να την αφήσουμε να πάει στην Κύμη για να πείσει το Γερμανό Διοικητή, να έρθουν να παραδοθούν. Μας είπε ότι τον επηρεάζει και ότι θα κάνει ό,τι μπορεί.
Της δώσαμε ένα γράμμα για το Διοικητή στο οποίο αναφέραμε τις απόψεις μας για τον πόλεμο και του ζητούσαμε να παραδοθούν και δεν είχε να πάθει κανείς το παραμικρό.
Το πήρε η Ζωζώ με χαρά και την άλλη μέρα έφυγε για την Κύμη. Πάλεψε, όπως μας παρήγγειλε, αλλά ο Διοικητής δεν αποφάσιζε. Μας έστειλε δυο-τρεις Λευκορώσους, τους οποίους έπεισε να έλθουν μαζί μας. Στην απελευθέρωση η Ζωζώ, με τους γονείς της, μάνα και πατέρα ήρθαν και μας συνάντησαν στη Χαλκίδα και με δάκρυα στα μάτια όλοι τους μας ευχαρίστησαν για τη συμπεριφορά μας.
Σε μια γειτονιά που έμενε στην Αθήνα, μου έλεγε ένας σύντροφος που βρεθήκαμε μαζί στη φυλακή, ότι η Ζωζώ μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τους αντάρτες.
Έτσι τελείωσε η μάχη της Λαμπούσας.
Την επομένη στείλαμε συνεργείο να θάψει τους σκοτωμένους.
Επικεφαλής ήταν ο Βασίλης Μπαχάρας από το χωριό Αγ. Γιώργης, ο οποίος μας είπε ότι οι σκοτωμένοι ήταν 79 και ότι μαζί με τους πολίτες των γύρω χωριών άνοιξαν ομαδικούς τάφους και τους έθαψαν.
Το 1960 ή 1962 συνεργείο από τη Γερμανία ήρθε, τους ξέθαψε, πήρε τα οστά τους και τα πήγε στη Γερμανία.
Εμείς ακόμα βρισκόμασταν στη φυλακή. Ύστερα από δύο μέρες έφεραν τους κρατούμενους από τις φυλακές της Χαλκίδας στους οποίους ήταν και δύο παππούδες. Ο Βασίλης Ρήγας από το χωριό Άη Γιώργης που ήταν μαζί τους μας είπε όταν απολύθηκε, ότι ήθελαν να τους εκτελέσουν στο Αλιβέρι αλλά δεν άφηναν οι Αλιβεριώτες. Να τους πήγαιναν επάνω στον τόπο της Λαμπούσας, φοβόντουσαν τους αντάρτες. Ύστερα από αυτές τις σκέψεις τους οδήγησαν στις φυλακές της Αθήνας.
Η άποψη του Ρήγα δεν είναι σωστή. Αυτοί οπωσδήποτε επικοινώνησαν με το Διοικητή της Κύμης και οπωσδήποτε τούς απότρεψαν αυτοί, γιατί, εκτός της καλής συμπεριφοράς μας απέναντι στους τραυματίες, υπήρχαν στα χέρια μας 40 Γερμανοί αιχμάλωτοι, οπότε έπρεπε να το σκεφθούν πιο ψύχραιμα και φυσικά αυτό επικράτησε και σώθηκαν οι 75 κρατούμενοι.
Για τη μάχη αυτή δικαστήκαμε δυο άνθρωποι. Ο Μήτσος Καλαμπαλίκης από το χωριό Ανδρονιάνοι στην ποινή του θανάτου και ο υποφαινόμενος στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
Ο Εισαγγελέας Παπαϊωάννου στο κακουργοδικείο της Θήβας που δικάστηκα είπε:
“Κύριοι ένορκοι, ο Τζάνος είναι αθώος αλλά αν τον αφήσουμε θα ανεβεί στο βουνό, γι’ αυτό προτείνω μέτρια σύγχυση”.
Έτσι με το υπ. αριθμ. 58/48 του Δικαστηρίου των συνέδρων της Θήβας, καταδίκη ισοβίων δεσμών.”
Το παρακάτω ποίημα που έγινε το 1947 στα κάτεργα της Γιούρας, δίνει και με ποιητικό τρόπο την όλη μάχη της Λαμπούσας.
ΛΑΜΠΟΥΣΑ
Λαμπούσα είναι το όνομα κάποιας τοποθεσίας
που ο ΕΛΛΑΣ τη έδωσε εις την Αθανασία.
Ήτανε πρώτα άγνωστη όπως και άλλοι τόποι
μονάχα την πατούσανε βοσκοί και ξυλοκόποι.
Μα όμως έμελλε εκεί μάχη σκληρή να γίνει
και με τους μαχητές κι αυτή ιστορική να μείνει.
Οι μαχητές που ήτανε αντάρτες Ελασίτες
μια φάλαγγα εξοντώσανε με γερμανούς φασίστες.
Κι ήταν η φάλαγγα η γνωστή που όταν επερνούσε
Όλα τα γύρω τα χωριά τα λεηλατούσε.
Στο πέρασμα της φεύγανε και πιάνανε τις ράχες
γέροι, γυναίκες και παιδιά κι ερήμωναν οι στράτες.
Και τα πουλιά από ψηλά παύαν να κελαηδούνε
Κι αυτά καταλαβαίνανε πως Γερμανοί περνούνε.
Ντουφέκια και μυδράλια συχνά εκουβαλούσαν
Στης Κύμης τα παράλια που άλλοι τα φρουρούσαν.
Από τη Μέση Ανατολή φοβόντουσαν αποβάσεις
κι αυτόν τον “Παπανικολή” με τη δική του δράση.
Στη θάλασσα όλοι βλέπανε συμμάχους ν ’ ανεβαίνουν
και πίσω όλα τα χωριά να τους αλυσοδέρνουν.
Γι’ αυτό εβασανίζανε, γι’ αυτό και τυραννούσαν
γι’ αυτό και καίγαν τα χωριά κι αμάχους εκτελούσαν.
Κακούργα ήταν τα έργα τους και ανθρωπιά καμία
μ’ αυτούς μονάχα μοιάζανε τα άγρια θηρία.
Στο Κακολύρι ένα πρωί σαν ύαινες ορμούνε
αρπάζουν άμαχα παιδιά κι ομαδικά εκτελούνε.
Οι αντάρτες ορκιστήκανε να τους εκδικηθούνε
μαζί με τ ’ άμαχα παιδιά στη γη κι αυτοί να μπούνε.
Ολημερίς το σκέπτονται που να τους συναντήσουν
που να τους περιμένουνε για να τους πολεμήσουν.
Στο δρόμο τον αμαξωτό που βιαστικά διαβαίνουν
εκεί το αποφάσισαν για να τους περιμένουν.
Εκεί κοντά στις βάσεις τους στον τόπο της Λαμπούσας
εκεί που δεν φοβόντουσαν και ξέγνοιαστα περνούσαν.
Στη Κύμη ένας αγωνιστής που μένει και δεν φεύγει
άγρυπνα παρακολουθεί και τους κατασκοπεύει.
Μήνυμα στέλνει από βραδύς πως το πρωί κινάνε
για τη Χαλκίδα φεύγουνε στις βάσεις τους να πάνε.
Όταν το μήνυμα έφθασε κάτω στο τρίτο τάγμα
δυο λόχοι εξεκίνησαν μ’ αντάρτες παλικάρια.
Όλη τη νύχτα περπατούν κι αθόρυβα διαβαίνουν
και το πρωί ξημέρωμα φτάσαν και περιμένουν.
Σε σκίνα τοποθέτησαν δύο τηλέφωνα τους
το ένα στα Διρρέματα το άλλο εκεί κοντά τους.
Σε μια χαράδρα κρύφτηκαν όλα τα παλικάρια
κι όταν το σύνθημα έπεσε τρέξανε σαν λιοντάρια.
Τις θέσεις τους επήρανε τα όπλα τους κρατάνε
κι όταν οι Ούνοι φτάσανε απάνω τους ορμάνε.
Πυκνά τα βόλια πέφτουνε κι οι Γερμανοί απαντάνε
απ’ τα μηχανοκίνητα κι αυτοί τους πολεμάνε.
Στήνουνε τα μυδράλια που άφθονα τα έχουν
κι απεγνωσμένα πολεμούν όσο μπορούν κι αντέχουν.
Χειροβομβίδες ρίχνουνε αντάρτες να σκοτώσουν
να σπάσουν θέλουν τον κλοιό να φύγουν να γλυτώσουν.
Μα άδικα πασκίζουνε οι αντάρτες δεν κολώνουν
εκδίκηση γυρεύουνε κι όλο τους ζυγώνουν.
Εξόρμηση εμπρός παιδιά οι μαχητές προστάζουν
στα χέρια να του πιάσουνε στεντόρια το φωνάζουν.
Κι ολόγυρα κινήσανε στα χέρια όλοι μπλεχτήκαν
κι οι Γ ερμανοί τα χάσανε κι ευθύς παραδοθήκαν.
Ψηλά τα χέρια σήκωσαν τον ουρανό κοιτάζουν
το Χίτλερ όλοι βλαστημούν κι βαριαναστενάζουν.
“Χίτλερ αδίστακτε φονιά, σκότωσες τα παιδιά μας
πεθαίνουμε σε ξένη γη μακριά απ’ τη φαμελιά μας.”
Αμέτρητοι ήταν οι νεκροί πεσμένοι μες το χώμα
κι ζωντανοί στεκόντουσαν με την ψυχή στο στόμα.
Ήταν μεγάλη συμφορά που πάθαν στη Λαμπούσα
οι Γερμανοί που άλλοτε αγέρωχα περνούσαν.
Εδώ αυτοί πληρώσανε τα κακουργήματα τους
και θάφτηκαν ομαδικά όπως τα θύματα τους.
Προκόπη Τζάνου
αυτόγραφο χειρόγραφο
Από αυτόγραφο ανέκδοτο χειρόγραφο του Προκόπη Τζάνου, επικεφαλής του 3ου Τάγματος (ευγενική προσφορά του Δ. Μάστορη) παίρνουμε τις εξής ενδιαφέρουσες πληροφορίες: “Αναφορά στη μάχη της Λαμπούσας:
Στην Εύβοια μεταξύ Γερμανών και ανταρτών του 3ου Τάγματος στο δημόσιο δρόμο Χαλκίδα-Κύμη λίγο έξω από το Αλιβέρι στην τοποθεσία Λαμπούσα στις 3/9/44, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική συντριβή Γερμανική μηχανοκίνητης φάλαγγας με εννιά αυτοκίνητα και 110 Γερμανούς των 8.8. κινούμενη από Κύμη προςΧαλκίδα.
Για τη μάχη αυτή, τη σημασία και την έκταση της, την διακήρυξε την ίδια νύχτα της 3ης προς 4η Σεπτεμβρίου του 1944, σ ’ ολόκληρο τον κόσμο, με το τελευταίο δελτίο ειδήσεων ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου. “Εις την Εύβοιαν διεξάγεται μεγάλη μάχη των Γερμανών με δυνάμεις των ανταρτών. Η έκβασις της θα είναι μεγάλης σημασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους
Γερμανούς και τους συνεργάτες τους”. Ο ίδιος ραδιοφωνικός σταθμός στην εκπομπή της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944: “Εις την Εύβοιαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εσημείωσαν αξιόλογον επιτυχίαν εξοντώσαντες ολοκληρωτικώς γερμανικήν φάλαγγαν κινουμένη εκ Κύμης προς Χαλκίδα εις θέσιν Λαμπούσα. Η εξ περίπου 110 ανδρών δύναμις εξοντώθη. Λάφυρα περιήλθον εις χείρας του ΕΛΑΣ, δέκα αυτοκίνητα εκάησαν”. Οι πληροφορίες αυτές είναι φανερό ότι δοθήκανε από τη στρατιωτική αποστολή που συνεργαζότανε τότε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Εύβοια και η βαρύτητα τους μετριέται με τη σημασία που είχαν στον καιρό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου για ολόκληρη την ανθρωπότητα οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του Λονδίνου”.
Στάθης Σαπουντζής
Ο Στάθης Σαπουντζής από την Οκτωνιά, αδερφός του Δημ. Σαπουντζή (Μπετόβεν) οργανωμένος τότε στην ΕΠΟΝ μεταξύ άλλων αναφέρει: “Εγώ λόγω της ηλικίας δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω στα βουνά και έμεινα στην πολιτική οργάνωση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Εκείνη τη μέρα ήμουνα στο Αυλωνάρι για οργανωτική δουλειά. Πέρασε ο Αχιλλέας (Δημήτρης Σαρλής) με μια διμοιρία και μου είπε “πάμε για πανηγύρι θα έρθεις;” Τους ακολούθησα και όταν φτάσαμε μας μοίρασε μεριές-μεριές στο ποτάμι και πήγε επάνω στο αρχηγείο στο λόφο πάνω από το μνημείο όπου ήταν και ο Λόγγος ο Προκοπής, ο Εύριπος από το Σύνταγμα και μερικοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι.
Ο Θανάσης ο Τζάνος ήταν μπροστά προς το Αλιβέρι με ένα οπλοπολυβόλο ιταλικό που το είχε στήσει κοντά στο γεφυράκι. Οι Γερμανοί πηγαίνανε τόσο αραιά που δεν μπορούσαμε να τους εγκλωβίσουμε. Άμα μείνει έξω από τη μάχη δεν μπορείς να τον βάλεις στο χέρι καλά γιατί οι Γερμανοί είχανε καλό οπλισμό, κάθε αυτοκίνητο είχε δύο μυδράλια πάνω και άμα προλάβαινε αυτοί να ρίχνουνε δε θα μπορούσαμε να κάνομε τίποτα. Κάθε ομάδα κτύπαγε από ένα αυτοκίνητο. Η μάχη δε στάθηκε αμφίρροπη παραπάνω από πέντε λεπτά. Ήταν τόσο κεραυνοβόλο το κτύπημα που δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Η χάραξη του δρόμου ήταν η ίδια ακριβώς με τη σημερινή. Μαζί τους ήταν και τρεις γυναίκες από τις οποίες η μία σκοτώθηκε στο χώρο του μνημείου μέσα στο αυτοκίνητο του Γερμανού διοικητή της φάλαγγας. Η γυναίκα αυτή ήταν από το χωριό μας. Μετά την εξορία με στείλανε στη Μακρόνησο, δύο χρόνια πολίτης και ένα στρατιώτης στο Α’ Τάγμα, τρία χρόνια έκανα πάνω στη Μακρόνησο και από κει με στείλανε έξω στις μάχιμες μονάδες.
Το ’48 λοιπόν υπηρετούσα στα Τρίκαλα και από την εξορία στην Ικαρία είχα μάθει να κουρεύω.
Στο στρατό στο Δεύτερο Σώμα Στρατού που έδρευε μέσα στα Τρίκαλα τότε, πάλι κουρέας ήμουνα. Είχε δώσει εντολή ο Διοικητής να μη πηγαίνω σε κανένα γραφείο να κουρεύω και να ξυρίζω. Κάποια μέρα έρχεται ένας:
– “Τα εργαλεία σου και στο γραφείο του Υποδιοικητή”.
Του λέω εγώ “είναι εντολή του Στρατηγού να….”
– “Δική μου ευθύνη νάρθει” λέει και αναγκάστηκα πήγα και τον ξύρισα.
Όταν τελείωσα με ρωτάει “τελείωσες;”
– Τελείωσα.
– Μώρε μπράβο χέρι που το ’χεις! Από πούθε είσαι.
-Από την Εύβοια.
– Από ποιό μέρος;
– Οκτωνία.
– Εσύ σκότωσες ρε τη γυναίκα μου;
Τότε κατάλαβα ποιος είναι γιατί δεν τον γνώριζα αυτό τον άνθρωπο.
– Στρατηγέ μου ποιος σκότωσε τη γυναίκα σου δεν μπορώ να το ξέρω. Πόλεμος γινότανε σφαίρες ρίχνανε όλοι. Αλλά που σκοτώθηκε να στο πω αλλά καλύτερα να μη το μάθεις να μείνει όπως την ήξερες.
-Όχι μωρέ θα μου πεις!
Ε, του είπα ότι σκοτώθηκε μες τη κούρσα του Γερμανού, Διοικητού της φάλαγγας και βρέθηκε νεκρή στην αγκαλιά του.
Μου είχε αφήσει κάποιο τάληρο, δεκάρικο, το πήρε και σε δύο ώρες με έδιωξαν και πήγα πάλι στο Τάγμα Πεζικού. Μ’ έδιωξε από το Δεύτερο Σώμα γιατί φοβήθηκε μήπως τυχόν και… Εγώ τους είχα βρεί στο πίσω κάθισμα με το Γερμανό, νεκροί όλοι όπως και ο οδηγός του αυτοκινήτου.
Το Βασίλη το Μήτρου τον φέραμε στο Αυλωνάρι με διαμπερές τραύμα στη σπονδυλική στήλη. Στα χέρια και στους ώμους τον πήγαμε στο Μαντράκι και μετά στο Αυλωνάρι. Είχε πολεμικό υλικό πάρα πολύ αλλά δεν μπορέσαμε να το πάρομε όλο διότι είμαστε μέσα στο Αλιβέρι, κοντά. Εγώ δεν μπόρεσα να πάρω τίποτα από τον οπλισμό των Γερμανών γιατί βοήθαγα τον τραυματία. Εκεί φωνάξαμε το γιατρό τον Κλεάνθη ο οποίος μας είπε ότι δε χωράει γιατρειά. Του είχε τρυπήσει τη σπονδυλική στήλη. Είχε μείνει παράλυτος. Διατηρούσε τις αισθήσεις του αλλά από τη μέση και κάτω δεν νοιωθε τίποτε. Μάλιστα έμαθα μετά ότι ήρθε και ένα παιδί για να κάνει πλιάτσικο και έσκασε μια χειροβομβίδα και το σκότωσε. Άρα στην ουσία τα θύματα ήταν δύο.
Μαρτυρία Νίκου Γκότση από το Χωριό Δάφνη:
Την επόμενη ημέρα η περιοχή γέμισε από χωριάτες που ήθελαν να δουν την καταστροφή και έλπιζαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και κάτι από τον εξοπλισμό των Γερμανών.
Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Κατοχή και η επιβίωση ήταν δύσκολη υπόθεση. Μόλις όμως αρχίσαμε να ψάχνουμε τα καμένα αυτοκίνητα άρχισαν να μας κτυπούν από τους γύρω λόφους με οπλοπολυβόλα οι “Ράλληδες”, συνεργάτες των Γερμανών. Εγώ μικρό παιδί, κατατρομοκρατήθηκα και μαζί με τους υπόλοιπους αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό Περιβόλια για να σωθούμε.
Μετά από τη μεταπολίτευση άρχισε δειλά-δειλά να γιορτάζεται η ανάμνηση της μάχης. Για την ανέγερση του μνημείου ας σημειωθεί ότι μερίμνησαν αρχικά ομογενείς από τον Καναδά. Ενδιαφέρον έδειξε επίσης και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος.
Το μνημείο, σχεδιασμένο από τον κ. Σωκράτη ΙωαννίδηIMG_0001
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δουατζής Γ., “Η αντίσταση στην Εύβοια”, Αθήνα.
2. Δουατζής Γ., “Οι Ταγματασφαλίτες, Ντοκουμέντα από τα αρχεία τους…”, Εκδόσεις Αδελφών Τοπουλίδη, Αθήνα.
3. Καΐλας Δημήτρης, “Η Εθνική Αντίσταση μέσα από τα Ηρώα και τα Μνημεία” Κέντρο Μελέτης Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα 2000.
4. Κοινής Θ. Θοδωρής, “Το Καλαντάρι της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945”, Αθήνα 1978, έκδοση Π.Ε.Α.Ε.Α.
5. Μαστρογιάννης Κώστας, “Χωρίς ανάσα”.
6. Νερούτσος Χρήστος, “Οι αναμνήσεις μου από την Εθνική Αντίσταση 1941-1944”, Εκδόσεις “Δελφίνια” Αν. Βούρβουλη-Νερούτσου.
7. Νικολάου Νίκου, “Περιφρονημένα ράσα στον Αντιστασιακό Αγώνα του Λαούμας 1941 -1944”, Αθήνα
8. Τζάνος Θανάσης, “Η Νότια Εύβοια στην Κατοχή”, Πασσά Εύβοιας 1991.
9. Σαπουντζής Κώστας (Μπετόβεν), “Αταφοι και Λησμονημένοι στα βουνά της Εύβοιας 1942-1949”, προσωπική μαρτυρία, Αθήνα 1995.
10. Σγάγιας Γρηγόρης, “Στην Εύβοια με τον Ανάποδο, μαρτυρίες”, Αθήνα 1999.
11. Σταμελιάς Δημήτρης, “Η μάχη της Λαμπούσας”, περιοδικό Εθνική Αντίσταση, τεύχος 78ο, Γενάρη ς-Μάρτης 1993.
12. Φούντας Παναγιώτης,

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή