Αποζημιώσεις για τους εργάτες καταναγκαστικής εργασίας




Πριν από δέκα χρόνια οι αποζημιώσεις που δίνονταν στους εργάτες καταναγκαστικής εργασίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έληξαν. Για τα θύματα ήταν απλά μια ελεημοσύνη, για τη γερμανική οικονομία μια ευκαιρία (ΠΓ).

της Ulla Jelpke

Κρατούμενοι κατά τη διάρκεια καταναγκαστικής εργασίας στο «στρατόπεδο προληπτικής κράτησης» Νταχάου (Φωτό:Bundesarchiv, Φωτογραφία 152-01-26 / CC-BY-SA 3.0)

Περισσότερα από οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι έπρεπε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να κάνουν καταναγκαστική εργασία για τους ναζί. Προς το τέλος του πολέμου, το ένα τέταρτο όλων των εργατικών δυνάμεων στη γερμανική οικονομία αποτελούνταν από εκτοπισμένους εργάτες-σκλάβους. Η αποζημίωσή τους που περατώθηκε πριν από δέκα χρόνια, ήταν μια παραδοχή της πολιτικής ευθύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας [της Γερμανίας]. Αποτέλεσε όμως και ένα μέσο τακτικής, ώστε να κάνει δυνατό στη γερμανική οικονομία να τη γλυτώσει όσο το δυνατόν φτηνότερα.

Την πρωτοβουλία για την αποζημίωση δεν την πήραν ούτε εκείνες οι οικονομικές επιχειρήσεις που είχαν αποκομίσει κέρδη από την καταναγκαστική εργασία, ούτε η κυβέρνηση της Γερμανίας. Αυτή κατέταξε το θέμα στις «επανορθώσεις», που είχαν προ πολλού κανονιστεί. Αφέθηκε στα θύματα να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους. Το 1996 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ανακοίνωσε ως αξιωματικά επιτρεπτή την αγωγή μιας Πολωνίδας, η οποία για 55 βδομάδες αναγκάστηκε να σκοτωθεί στη δουλειά για μια γερμανική εταιρία στο Άουσβιτς. Στη γυναίκα τής επιδικάστηκε να λάβει το ποσό των 15.000 γερμανικών μάρκων (DM). Ο δικαστικός δρόμος, όμως, στη Γερμανία, για τα περισσότερα υπερήλικα θύματα δεν ήταν σχεδόν καθόλου εφικτός και επιπλέον ήταν ιδιαίτερα αβέβαιος λόγω των νομικών παγίδων, όπως η προθεσμία παραγραφής. Γι’ αυτό οι ομαδικές αγωγές υποβλήθηκαν στις ΗΠΑ, οι οποίες στράφηκαν ενάντια στις εκεί μόνιμα εγκατεστημένες γερμανικές εταιρίες και τις θυγατρικές τους. Οι αγωγές αυτές δεν υπόσχονταν μόνο μεγαλύτερη επιτυχία, αλλά οι εταιρίες απειλήθηκαν επίσης και με τεράστια ζημιά της δημόσιας εικόνας τους. Μόνο, όταν επρόκειτο για τα συμφέροντα της γερμανικής οικονομίας εξαγωγών, η γερμανική κυβέρνηση είδε την ανάγκη να δράσει και ίδρυσε την «Ιδρυματική Πρωτοβουλία της γερμανικής οικονομίας».

Στόχος της ήταν να καταλήξει σε μια φιλική επίλυση μέσα από διαπραγματεύσεις με τις ενώσεις των θυμάτων και τους εκπροσώπους των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών, απ’ όπου προέρχονταν οι περισσότεροι εργάτες των καταναγκαστικών έργων. Με την απαράδεκτη απαίτησή τους να οριστεί ως μέγιστο ποσό το ένα δισεκατομμύριο γερμανικά μάρκα και να αποκλείσουν τελείως τους πολωνούς εργάτες των καταναγκαστικών έργων, οι εκπρόσωποι των εταιριών δεν κατάφεραν να επιβληθούν. Τελικά αποφασίστηκαν 10 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα, από τα οποία τα μισά δόθηκαν από το κράτος και τα άλλα μισά από τις εταιρίες. Όμως μόνο θεωρητικά, γιατί οι εταιρίες έκαναν δυνατό να εκπέσει το μερίδιό τους από το φορολογητέο, έτσι που οι πρώην εκμεταλλευτές της καταναγκαστικής εργασίας συνεισέφεραν μόνο κατά το ένα τέταρτο. Για σύγκριση: Ο οικονομολόγος Τόμας Κουτσίνσκι είχε κάποτε υπολογίσει ότι τα οφέλη για τη γερμανική οικονομία από τους εργάτες των καταναγκαστικών έργων, μετατρεπόμενα σε γερμανικά μάρκα, ανέρχονταν στα 220 δισεκατομμύρια. Το αποτέλεσμα επομένως για τα θύματα είναι διφορούμενο: Πολιτικά πέτυχαν να αποσπάσουν από τους διαδόχους των δραστών την παραδοχή της ενοχής τους, υλικά, όμως, έλαβαν μόνο ένα κλάσμα από αυτό που είχαν το δικαίωμα.

Επιπλέον, δόθηκε μια στενή προθεσμία υποβολής αιτήσεων μόλις 16 μηνών, η οποία έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2001. Όποιος δεν πληροφορήθηκε έγκαιρα σχετικά με την αποζημίωση, δεν πήρε τίποτα. Τελικά εγκρίθηκαν 1,66 εκατομμύρια αιτήσεις, τα περισσότερα χρήματα καταβλήθηκαν σε πρώην εργάτες καταναγκαστικής εργασίας στην Πολωνία και την Ουκρανία. Τα ποσά που καταβλήθηκαν κυμαίνονται μεταξύ 15.000 γερμανικά μάρκα για τους κρατούμενους των στρατοπέδων συγκέντρωσης και 5.000 γερμανικά μάρκα για τα θύματα που είχαν «λιγότερη σοβαρή τύχη από διώξεις». Για εργάτες καταναγκαστικής εργασίας στα νοικοκυριά και την αγροτική οικονομία δεν προβλεπόταν αποζημίωση͘  εκεί, όπου δόθηκαν χρηματικά ποσά, αυτά αφαιρέθηκαν από άλλες ομάδες θυμάτων. Η πληρωμή έγινε σε δυό δόσεις, τα τελευταία εμβάσματα ήταν το 2007 και σε μεγάλο βαθμό δεν έφτασαν πλέον σε όλους όσους έκαναν αίτηση. Οι αιχμάλωτοι πολέμου γενικά, είχαν αποκλειστεί. Ιδιαίτερη κριτική προκάλεσε η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να μην αποζημιώσει επίσης τους πρώην Ιταλούς που είχαν τεθεί υπό στρατιωτικό περιορισμό, τους είχαν στερήσει το statusτης αιχμαλωσίας πολέμου.

Συνολικά καταβλήθηκαν 4,4 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Με τα υπόλοιπα χρήματα ιδρύθηκαν τα λεγόμενα μελλοντικά ταμεία, οι τόκοι των οποίων διατίθενται σήμερα σε ανθρωπιστικά πρότζεκτ για τα θύματα του ναζισμού, ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη, καθώς και για εργασία που αφορά στη μνήμη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.


Η κοινωνική θέση των επιζώντων

Παρά την ποικιλία των προγραμμάτων αποζημίωσης, εκατοντάδες χιλιάδες επιζώντες του Ολοκαυτώματος ζουν σήμερα στη φτώχεια. Σύμφωνα με στοιχεία του ισραηλινού υπουργείου Οικονομικών από το έτος 2016, το ένα τρίτο από τους 180.000 περίπου επιζώντες ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Συχνά απομονωμένοι και με ψυχικά τραύματα, δε μπορούν μερικές φορές να πληρώσουν ούτε τα έξοδα θέρμανσης στις κατοικίες τους ή πρέπει να εξοικονομούν χρήματα για φαγητό.

Το δημοφιλές ισραηλινό διαδικτυακό μέσο ενημέρωσης Ynetnews επισημαίνει στο μεταξύ, ότι η φτώχεια στην τρίτηηλικία αποτελεί γενικά πρόβλημα και ότι αφορά σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού αυτής της ηλικίας στο Ισραήλ. Το πρόβλημα –σύμφωνα με το ίδιο μέσο ενημέρωσης- οξύνθηκε από τη μετανάστευση των εβραίων επιζώντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι συχνά δε μπορούν καθόλου ή πολύ λίγο να προβάλουν αξιώσεις για σύνταξη. Σύμφωνα με στοιχεία της [φιλανθρωπικής] οργάνωσης Blue Card, αυτό αφορά επίσης το ένα τρίτο από τους 100.000 περίπου επιζώντες στις ΗΠΑ που ζουν στη φτώχεια. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν παιδιά και, επομένως, δε μπορούν να περιμένουν οικογενειακή στήριξη.

Πιο επισφαλής είναι η κατάσταση των Ρομά της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι και μετά την απελευθέρωση από το φασισμό, ήρθαν συχνά αντιμέτωποι με διακρίσεις στις πατρίδες τους. Η γερμανική κυβέρνηση παραπέμπει στο ότι οι Ρομά έλαβαν αναμφίβολα χρήματα από τα «μελλοντικά ταμεία» του Ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη, Μέλλον» («Erinnerung,VerantwortungZukunft»). Το Ίδρυμα ιδρύθηκε το έτος 2000 από τη γερμανική κυβέρνηση και του δόθηκαν 10 δισεκατομμύρια ευρώ για αποζημιώσεις και πρότζεκτ συμφιλίωσης. Σημειωτέον: Ο σημερινός προϋπολογισμός για ανθρωπιστικές παροχές περιλαμβάνει μόνο τρία έως τέσσερα εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Μ’ αυτά τα χρήματα μπορούν να μετριαστούν οι επιλεγμένες ανθρωπιστικές καταστάσεις ανάγκης για το πολύ μερικές εκατοντάδες από τους εκάστοτε πάσχοντες –για σοβαρή αποζημίωση δε μπορεί έτσι να γίνει λόγος παρά μόνο αποσπασματικά.


Πηγή: junge Welt, 09.06.2017

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή