Eλληνες και Βούλγαροι που πολέμησαν ενάντια στο Φασισμό κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.


Η συνεργασία Βουλγάρων αντιφασιστών με Έλληνες αντιφασίστες στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διάφορες διαστάσεις. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες ήταν κυρίως συμπαθούντες του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο έκανε μυστική δουλειά μες στον βουλγαρικό στρατό Κατοχής, αλλά και απλοί δημοκράτες που όποτε μπορούσαν γλίτωναν Έλληνες αγωνιστές και απλό λαό από εκτελέσεις, αντίποινα, έδιναν πολεμοφόδια στους αντάρτες κ.ο.κ. Αφού δούμε μία σειρά τέτοιων ενεργειών, θα γίνει ξεχωριστή αναφορά στους Βούλγαρους αντιφασίστες που πολέμησαν μαζί με τον ΕΛΑΣ είτε μεμονωμένα, είτε συγκροτώντας “βουλγαρικά” αποσπάσματα εντός των πολεμικών σχηματισμών του ΕΛΑΣ Μακεδονίας και Θράκης. Τέλος, στο τρίτο μέρος θα δούμε τη συνεργασία Ελλήνων και Βουλγάρων αντιφασιστών μέσα από τα μάτια των πολιτικών τους αντιπάλων, με βάση τις καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη του ΕΑΜ-Έβρου, το 1945.
Δίκτυα αντιφασιστικής αλληλεγγύης στην κατεχόμενη Μακεδονία&Θράκη
Η αλληλεγγύη των Βούλγαρων κομμουνιστών προς τον ελληνικό λαό την περίοδο της Κατοχής κι η προσπάθειά τους να διασπάσουν τις δυνάμεις του βουλγαρικού εθνικισμού/φασισμού ήταν ήδη ορατή απ’ το 1941, με πρώτη αφορμή τη σφαγή του λαού της Δράμας απ’ τις βουλγαρικές Αρχές Κατοχής.
Στις 10 Οκτωβρίου 1941 ο ραδιοσταθμός των Βούλγαρων κομμουνιστών «Χρίστο Μπότεφ», μετέδιδε, με την ευκαιρία των γεγονότων της Δράμας:
“ … Οι αιτίες της εξέγερσης της Δράμας βρίσκονται επίσης στην ληστρική κατοχή των εδαφών της Θράκης, στους Γερμανούς ληστές και τους χωροφύλακές τους, στα Βαλκάνια. Ο λαός μας το βλέπει και το ξέρει. Και όχι μόνο δεν καταδικάζει τους επαναστάτες της Δράμας … αλλά εκφράζει την αλληλεγγύη του προς αυτούς, στιγματίζει με τη σφραγίδα της ατίμωσης τον προδοτικό ρόλο της βουλγάρικης κυβέρνησης. Ο αγώνας δεν τελείωσε. Ο αγώνας τώρα αρχίζει. Και θα συνενωθεί με τον αγώνα του λαού μας κατά της σιχαμερής κλίκας του Φίλοφ, που ατιμάζει το όνομα της Βουλγαρίας”.
Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα έμπρακτης αλληλεγγύης Βουλγάρων αντιφασιστών προς τον ελληνικό πληθυσμό και τους αντάρτες, όπως τα έχει καταγράψει ο Βούλγαρος ιστορικός Παντελέι Στέρεφ, της βουλγαρικής ακαδημίας επιστημών στο βιβλίο του “Κοινοί αγώνες του ελληνικού και βουλγαρικού λαού κατά της χιτλεροφασιστικής κατοχής”.
Ο Κωνσταντίν Αγγέλωφ Τιτζάνωφ οπό το Νευροκόπι ήταν την εποχή εκείνη κοινοτικός υπάλληλος του χωριού Κοκκινόγεια στο νομό Δράμας. Αν και νεοφερμένος στο χωριό κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Λίγο πριν την εξέγερση, ένας από τους οργανωτές ήρθε να διεξάγει συνομιλίες με τον Τιτζάνωφ και να τον ρωτήσει πώς θ’ αντιδρούσε η τοπική διοίκηση. Ο Τιτζάνωφ τού είπε: «Σήμερα, στην αποφασιστική στιγμή της πάλης ενάντια στην φασιστική κατοχή, δεν πρέπει να υπάρχουν πια ‘Έλληνες και Βούλγαροι – είμαστε όλοι αδέρφια». Υποσχέθηκε να βοηθήσει τους εξεγερμένους και το έκαμε, παρ’ όλο που τα γεγονότα πήρανε μιαν απροσδόκητη στροφή. Όταν οι φασίστες άρχισαν τις φρικαλεότητες, ο Τιτζάνωφ και ένας άλλος Βούλγαρος πήγανε στην Προσοτσάνη και μεσολάβησαν για το σταμάτημα τους. Όταν επιστρέψανε στην Κοκκινόγεια ο Τιτζάνωφ και ο σύντροφός του βρήκανε μερικούς τραυματίες Έλληνες που είχαν καταφύγει εκεί . Τους προσφέρανε την πιο επείγουσα ιατρική βοήθεια.
Την ίδια εποxή, ο Ιβάν Τοντόρωφ Κουτίνωφ, κάτοικος κι αυτός Νευροκοπίου, βρισκόταν επίσης σαν στρατιώτης στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης και είχε χρησιμοποιήσει μιαν άδεια για να επισκεφθεί μαζί με μερικούς συντρόφους του, ορισμένες πόλεις της περιοχής. Τα γεγονότα της Δράμας τον βρίσκουν στην Καβάλα. Επιστρέφοντας, ο Κουτίνωφ και οι σύντροφοί του προσπερνούν μιαν ομάδα Ελλήνων αιχμαλώτων. Η στρατιωτική στολή τους δίνει τη δυνατότητα να πιάσουν κουβέντα με τους αιχμαλώτους από τους οποίους ένας γνώριζε τα βουλγάρικα. Από τη συζήτηση βγήκε ότι πιάστηκε γιατί πήρε δραστήριο μέρος στην εξέγερση και ότι τώρα διατρέχει μεγάλο κίνδυνο. Ο Κουτίνωφ και η ομάδα του κατορθώνουν να πείσουν τους στρατιώτες να τους παραδώσουν τον αιχμάλωτο τον οποίο κατόπιν απελευθέρωσαν.
801903
Το βιβλίο του Βούλγαρου ιστορικού Παντελέι Στέροφ, «Κοινοί αγώνες του βουλγαρικού κι ελληνικού λαού εναντίον της χιτλεροφασιστικής κατοχής»
Το 1941 ένα παράνομο δίκτυο αντίστασης άρχισε να οργανώνεται στο 250ο Σύνταγμα στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη, υπό την καθοδήγηση του Ντόμπρι Ντζούροφ. Χάρη στη δουλειά του Ντζούροφ, η παράνομη οργάνωση κατόρθωσε να επηρεάσει ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών και των υπαξιωματικών του Συντάγματος. Η επαναστατική δράση των στρατιωτών έγινε αισθητή και από τον πληθυσμό των γύρω χωριών. Στην διάρκεια ερευνών και μπλόκων, οι στρατιώτες δεν παρέδιναν στους ανώτερους τους τα όπλα που ανακάλυπταν, παρά συμβούλευαν τους χωρικούς πώς να τα κρύβουν καλύτερα. Αργότερα, αρκετά μέλη της οργάνωσης αυτής στάλθηκαν στα παλιά σύνορα της χώρας, όπου συνέχιζαν να αγωνίζονται μέσα σε νέες οργανώσεις αντίστασης που σχηματίστηκαν σε δύο στρατιωτικές μονάδες. Το 1942 η οργάνωση ανακαλύφθηκε και 23 άτομα δικάστηκαν οπό Φασιστικό δικαστήριο. Ο Ντόμπρι Ντζούροφ καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Πέντε άτομα καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά και άλλα 7 σε 15 χρόνια φυλακή.
Το 1942 συγκροτήθηκε παράνομη οργάνωση στη φρουρά της Καβάλας που περιλάβαινε το Επιτελείο του στόλου του Αιγαίου και τα συντάγματα πεζικού και Ιππικού που στρατοπέδευσαν στην Καβάλα. Η δράση αυτού τού δικτύου δείχνει καθαρά την εν όπλοις συναδέλφωση του βουλγαρικού και του ελληνικού λαού καθώς και τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι Βούλγαροι αντιφασίστες για να συνεργαστούν με τις δυνάμεις της ελληνικής Αντίστασης, που αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στους Βούλγαρους φασίστες κατακτητές. Τα μέλη της παράνομης οργάνωσης πραγματοποίησαν επαφές με την τοπική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας μέσω του Έλληνα Στέριου Προχόπουλου, συντόνισαν τις ενέργειες τους με τις ενέργειες των Ελλήνων αντιφασιστών και μοίραζαν παράνομες προκηρύξεις ανάμεσα στις μονάδες της φρουράς. Η παράνομη οργάνωση συμπαραστεκόταν στον ντόπιο πληθυσμό, στην πάλη του ενάντια στην πείνα καθώς και στον ένοπλο αγώνα του, εφοδιάζοντας τον με τρόφιμα και πολεμοφόδια, που έπαιρνε από τις στρατιωτικές αποθήκες. Οι στρατιώτες και οι ναύτες, μέλη της οργάνωσης, ήταν έτοιμοι να περάσουν, μόλις παρουσιαζόταν η ανάγκη, στις γραμμές των Ελλήνων παρτιζάνων. Οι συλλήψεις εμπόδισαν και εδώ την πλήρη εκτέλεση του σχεδίου. Την άνοιξη τού 1943 το παράνομο δίκτυο είχε εξαρθρωθεί. Στη μονάδα του ναυτικού πιάστηκαν και καταδικάστηκαν 10 μέλη της οργάνωσης από τα οποία 5 σε θάνατο και 5 σε φυλάκιση από 8 ως 121 χρόνια. Ο Στέργιος Προχόπουλος καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο.
Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε οργάνωση τού Κ.Κ. της Βουλγαρίας στην Κομοτηνή. Η οργάνωση αυτή συγκρότησε μια ομάδα σαμποτάζ. Κατάφερε να εμποδίσει τη μεταφορά εκατοντάδων τόνων σταριού στον προορισμό τους – τη Γερμανία – και να τους κρατήσει για τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι μεγάλες νίκες τού Σοβιετικού Στρατού στα 1943 – 1944 καθώς και το δυνάμωμα του παρτιζάνικου κινήματος στη Βουλγαρία έδωσαν ισχυρή ώθηση στην Αντίσταση στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ Βουλγαρίας, τον Φεβρουάριο τού 1943, δίνει οδηγίες για την προετοιμασία του στρατού εν όψει επικείμενης ένοπλης εξέγερσης. Η εγκύκλιος αριθ. 2 περιείχε το σύνθημα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΒ βάσει του οποίου θα γινόταν ή ζύμωση στις λαϊκές δυνάμεις για την ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ένοπλη εξέγερση: «άμεση ανάκληση των βουλγαρικών στρατευμάτων οπό τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Αλβανία».
Τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου, το Επιτελείο του Επαναστατικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού δημοσίευε ημερήσια διαταγή όπου καθόριζε τα καθήκοντα των πυρήνων της Αντίστασης στις στρατιωτικές μονάδες, καθήκοντα που προέκυπταν από τις νέες συνθήκες. Το πρώτο σημείο της ημερήσιας διαταγής προέβλεπε ότι οι παράνομες οργανώσεις του στρατού έπρεπε «να οργανώσουν πράξεις σαμποτάζ στις μονάδες που στάλθηκαν ενάντια στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας … να συντελέσουν στην ήττα αυτών των μονάδων».

Συνάντηση Τοντόρ Γκεοργκίεφ Τουμπάλοφ (διοικητή του 59ου Συντάγματος Πεζικού) με Έλληνες αντάρτες στα βουνά των Σερρών
Το καλοκαίρι τού 1943 παράνομες οργανώσεις αρχίζουν να δρουν μέσα στο 2ο και 3ο λόχο τού 3ου Συντάγματος Σκαπανέων στο χωριό Νέα Τρίγλια και στο μοναστήρι του Χιλεντάρ. Η οργάνωση του 2ου λόχου είχε αποκαταστήσει συνεργασία με την ελληνική οργάνωση του χωριού, Αργότερα ο αρχηγός της Ατανάς Χ. Κλιγιάσεφ θα περάσει στις γραμμές των παρτιζάνων του ΕΛΑΣ. Οι αντιφασίστες του 3ου λόχου αποκαθιστούν επαφές με τους Έλληνες παρτιζάνους της περιοχής και τους βοηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ένα σημαντικό παράνομο δίκτυο δημιουργήθηκε στην διάρκεια του ίδιου χρόνου στην Αλεξανδρούπολη (Δεδεαγάτς). Περιλάμβανε τη μονάδα του ναυτικού που στρατοπέδευσε εκεί,  το Σύνταγμα ακτοφυλακών, το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, τη μονάδα λιμενικής φρουράς, τους λιμενεργάτες, τους σιδηροδρομικούς κλπ. και καθοδηγούνταν από μία κομματική επιτροπή της φρουράς. Το δίκτυο είχε στο ενεργητικό του πράξεις σαμποτάζ.
Λίγο αργότερα δημιουργείται ένα άλλο δίκτυο στο 3ο τάγμα του 1ου Εφεδρικού Συντάγματος στο χωριό Λαχανά, περιφέρεια Λαγκαδά. Η καλή στάση που κράτησαν τα μέλη του απέναντι στον πληθυσμό έκανε εντύπωση.
Στις αρχές του 1944 οι υπηρεσίες πληροφοριών ανακαλύπτουν ένα παράνομο δίκτυο στο 3/57 τάγμα πεζικού. Εννιά μέλη του καταδικάζονται σε θάνατο και δεκατρία άλλα σε ποινές 13 χρόνια και 9 μήνες φυλακή. Αυστηρές ποινές επιβάλλονται επίσης σε 32 αντιφασίστες στρατιώτες του Συντάγματος Ακτοφυλακής του Αιγαίου. Η κύρια κατηγορία που τους απαγγέλθηκε, ήταν ότι είχαν σχεδιάσει να καταστρέψουν, στην κατάλληλη στιγμή, τα υλικά του Συντάγματος και να περάσουν με το μέρος των Ελλήνων παρτιζάνων, συναποκομίζοντας όπλα και πολεμοφόδια.
Το καλοκαίρι του 1944 δημιουργήθηκαν στενές σχέσεις ανάμεσα στη στρατιωτική οργάνωση του 2ου τάγματος του 68ου Συντάγματος Πεζικού, την ελληνική οργάνωση Αντίστασης και τους παρτιζάνους της Νιγρίτας. Αντιπρόσωποι της οργάνωσης που είχε στις γραμμές της και αξιωματικούς είχαν επανειλημμένα επαφές με τους αρχηγούς των Ελλήνων παρτιζάνων. Στη διάρκεια αυτών των επαφών συζητούνταν οι δυνατότητες δουλειάς μέσα στο τάγμα και τα καθήκοντα που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από κοινού. Σε συνέχεια η οργάνωση δημιούργησε ένα μηχανισμό που επέτρεπε στους παράνομους Έλληνες αγωνιστές να μπαίνουν και να βγαίνουν ελεύθερα στην πόλη. Με τη μεσολάβηση ενός από τους αξιωματικούς που ήταν επιφορτισμένος να δίνει τις καταστάσεις των όπλων του Συντάγματος, η οργάνωση στέλνει στους παρτιζάνους 6 τουφέκια, ένα κιβώτιο χειροβομβίδες καί μεγάλες ποσότητες φυσίγγια. Τον Ιούνη και τον Ιούλη τα μέλη της οργάνωσης σαμποτάρουν δυο επιχειρήσεις που οργάνωσε η φασιστική διοίκηση ενάντια στους παρτιζάνους των βουνών Μπιάλα Βόντα και Κρούσα.
Τον Αύγουστο οι ναύτες της φρουράς της Καβάλας ξανασυνδέονται με τις ελληνικές οργανώσεις Αντίστασης.
Η αντιστασιακή δράση στις στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης και η εν όπλοις συναδέλφωση των Βουλγάρων και Ελλήνων αντιφασιστών είχε σαν αποτέλεσμα να δυναμώσουν τα χτυπήματα κατά των χιτλερικών κατακτητών. Η στρατιωτική πειθαρχία χαλάρωνε διαρκώς. Σύμφωνα με όχι πλήρη στοιχεία, το στρατοδικείο της Ξάνθης που όφειλε, σύμφωνα με τον ισχύοντα στρατιωτικό κώδικα, να δικάζει όχι πειθαρχικές παραβάσεις αλλά εγκλήματα στρατιωτικής φύσης, εξέδωσε, από τον Μάη 1941 ως τον Σεπτέμβρη 1944, 469 καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον στρατιωτικών. Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται μόνο οι αποφάσεις που εκδόθηκαν για περιπτώσεις καταστροφής πολεμικού υλικού και όπλων, μη εκτέλεση διαταγών και άρνηση στρατιωτικών να πάρουν μέρος σε μάχες, εγκατάλειψη θέσης και λιποταξία προς τους Βούλγαρους και Έλληνες παρτιζάνους. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι τα δύο τρίτα των καταδικαστικών αυτών αποφάσεων εκδόθηκαν στα 1943 και 1944. Σε ορισμένες περιπτώσεις η άρνηση των στρατιωτών να πολεμήσουν ενάντια στους Έλληνες παρτιζάνους είχε σαν συνέπεια την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Αδελφότητα κι ενότητα: Βούλγαροι αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ
Παρά την τεράστια χρησιμότητα των παραπάνω περιπτώσεων για την ήττα του φασισμού, τα πιο λαμπρά παραδείγματα συνεργασίας των δύο λαών στον κοινό αντιφασιστικό αγώνα αφορούν τους ένοπλους βουλγαρικούς αντιφασιστικούς σχηματισμούς που πολέμησαν στο πλάι των ανταρτών του ΕΛΑΣ εναντίον του βουλγαρικού εθνικού στρατού Κατοχής, των γερμανικών φασιστικών δυνάμεων Κατοχής και των Ελλήνων εθνικιστών (που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις Κατοχής εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Υπολογίζεται ότι συνολικά τουλάχιστον 200 Βούλγαροι αντιφασίστες θα πολεμήσουν επί ελληνικού εδάφους εναντίον του εθνικού τους στρατού, των Γερμανών και των Ελλήνων εθνικιστών-συνεργατών τους. Ας δούμε πρώτα κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις κι έπειτα τη συγκρότηση των τριών αντιφασιστικών βουλγαρικών τμημάτων που έδρασαν στην Ελλάδα. Πρόκειται για τα παρτιζάνικα αποσπάσματα “Χρίστο Μπότεφ”, “Αντόν Ποπόφ” και “Βασίλ Λέφσκι”.
Οι περιπτώσεις προσχώρησης Βουλγάρων στρατιωτών στους παρτιζάνους γίνονταν όλο και συχνότερες όσο περνούσαν τα χρόνια. Αυτό δείχνει την αυξανόμενη αντιστασιακή δράση των Βουλγάρων αντιφασιστών που υπηρετούσαν στις μονάδες της περιοχής Ανατολικής Μακεδονίας-Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα με μια Έκθεση του επιτελείου του Β’ Σώματος Στρατού προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, από τις αρχές Μάη ως τα τέλη Αυγούστου 1944, 114 άνδρες του Β’ Σώματος «εγκατέλειψαν τη μονάδα των άνευ αδείας». Απ’ αυτούς 58 προσχώρησαν στους παρτιζάνους, 46 εξαφανίστηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση και μόνο 10 ξαναγύρισαν στις μονάδες τους. Στο γράμμα που συνόδευε την έκθεση αναφέρεται. «Η ανάκριση απέδειξε ότι η πλειοψηφία των ανδρών οι οποίοι δεν επέστρεψαν εις τας μονάδας των ήσαν κομμουνισταί ή συμπαθούντες και ότι περιήλθαν εις παρανομία»
191170836_orig
Βούλγαροι κι Έλληνες αντάρτες ενωμένοι
Τον Μάη του 1943, ο Στόγιο Μπέλκιν, από το χωριό Κλάντενετς της περιφέρειας Ιβάιλοφγκραντ, καταζητούνταν από την αστυνομία. Οι επαφές που, σύμφωνα με τις οδηγίες της κομματικής οργάνωσης του Ιβάιλοφγκραντ, είχε αποκτήσει με τους ΕΑΜίτες των χωριών Μεταξάδες και Παλιούρα, του επέτρεψαν να κρυφτεί και να μη συλληφθεί. Αφού έμεινε μία βδομάδα στο σπίτι του Μόσχου Πατσάρη, στο χωριό Παλιούρα, ο Μπέλκιν εντάχθηκε στις μονάδες του ΕΛΑΣ της ουδέτερης ζώνης του Έβρου. Λίγους μήνες αργότερα ο στρατιώτης Κίριλ Ιβανώφ Ντιμιτρόφ περνά κι αυτός με το μέρος των παρτιζάνων. Επιστρατευμένος το 1942, ο Ντιμιτρόφ παίρνει επαφή με τους Έλληνες αντιφασίστες της περιοχής Σουφλίου. Με τη βοήθεια μερικών συντρόφων του 6ου Συντάγματος μεταφέρει τρόφιμα και πολεμοφόδια στους Έλληνες παρτιζάνους. Τον Νοέμβρη του 1943 κινδυνεύει να συλληφθεί και περνά στην παρανομία. Μέσα στο 1943 οι Γκεόργκι Μανόλοφ Ντιμιτρόφ, Κόστα Μιλούσεφ, Μπορίς Νικόλοφ και Άρι Ντζενίν περνούν επίσης στα τμήματα των Ελλήνων ανταρτών.
Στις αρχές του Γενάρη 1944 η οργάνωση του ΚΚΕ του χωριού Νέα Καλλικράτεια έκρινε ότι ο αρχηγός της αντιφασιστικής οργάνωσης του 3ου τάγματος σκαπανέων Ατανάς Κλιάσεφ, κινδύνευε να συλληφθεί και ήταν απαραίτητο να περάσει στην παρανομία. Στις 2 του Γενάρη ο Κλιάσεφ εντάχθηκε σ’ ένα τμήμα του ΕΛΑΣ που δρούσε στη Χαλκιδική. Αργότερα πέρασε στο 19ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ της περιοχής Νιγρίτας. Τον Απρίλη του ίδιου χρόνου ο στρατιώτης Χρίστο Τσέρνεφ πέρασε επίσης στο ίδιο Σύνταγμα. Είχε δραπετεύσει από τη μονάδα του που βρισκόταν στο χωριό Στρατονίκη όταν είχε αποφασιστεί η συγκρότηση ενός εκκαθαριστικoύ αποσπάσματος ενάντια στους Έλληνες παρτιζάνους στο οποίο δεν ήθελε να πάρει μέρος.
Στις 14 Γενάρη 1944 οι στρατιώτες Ατανάς Βελικόφ Μποζανίν και Βασίλη Γκριγκόροφ Βασίλεφ δραπετεύουν παίρνοντας μαζί τους ένα τουφέκι από τη σχολή υπαξιωματικών του χωριού Ζωγράφος. Αφού κρύφτηκαν επί δέκα μέρες, με τη βοήθεια Ελλήνων αντιφασιστών της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκαν σε ένα τμήμα του ΕΛΑΣ πού δρούσε στην περιοχή των Κρουσίων. Στην ίδια περιοχή συγκροτήθηκε ο «ρωσικός λόχος» από σοβιετικούς αξιωματικούς και στρατιώτες που είχαν δραπετεύσει από γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων στην Ελλάδα. Και οι δυο αυτοί Βούλγαροι κατατάχθηκαν στο λόχο αυτό και πήραν μέρος σε σκληρές μάχες εναντίον των κατακτητών. Το Μάη όλος ο «ρωσικός λόχος» πέρασε στη Γιουγκοσλαβία στη σύνθεση του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας.
Η απόδραση του στρατιώτη Άνγκελ Πετρώφ Μαρίν του 16ου ανεξάρτητου τάγματος μεταφορών αποτελεί ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ Βουλγάρων αντιφασιστών και ελληνικού πληθυσμού. Το τάγμα ήταν στρατοπεδευμένο στο χωριό Κουγιούνκγιοϊ της περιφέρειας Ξάνθης. Ο Μαρίν ειδοποιήθηκε οπό τον ταχυδρόμο της μονάδας, που ήταν επιφορτισμένος και με την μυστική αλληλογραφία, ότι η σύλληψή του είχε αποφασιστεί για τις 24 Μάρτη 1944. Δραπέτευσε λοιπόν, και κρύφτηκε στο χωριό Κιμμέρια. Οι ντόπιοι του έδειξαν τα μονοπάτια που οδηγούσαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, αλλά το πυκνό χιόνι τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω και να κρυφτεί σε μία καλύβα, όπου οι Έλληνες χωρικοί του έφεραν τροφή. Στις αρχές Απρίλη ο Μαρίν οδηγήθηκε στους αντάρτες κι έγινε λίγο αργότερα λοχίας στο 26ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Δυο μήνες αργότερα μετατέθηκε στο 81ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που δρούσε στην ουδέτερη ζώνη Έβρου.
Στα τέλη του Μάρτη ο στρατιώτης των ταγμάτων εργασίας Νεντέλκο Ντεμερτζίεφ προσχώρησε στο 26ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ φέρνοντας μαζί του ένα οπλοπολυβόλο, ένα τουφέκι και πυρομαχικά. Δυο μήνες αργότερα ο στρατιώτης Γκεόργκι Στοϊμένοφ έκανε το ίδιο, καθώς και ο Κόλιο Χρίστοφ τον Ιούνη. Τον Μάη οι Χρίστο Γιορντάνοφ, Βίκτορ Κράσιεφ και Κράστιου Ατανάσωφ προσχωρούν επίσης στον ΕΛΑΣ. Το Επιτελείο του Συντάγματος αποφάσισε οι Βούλγαροι παρτιζάνοι να συγκροτήσουν μία ομάδα μάχης κάτω από τη διοίκηση του Στόγιο Μπέλκιν.
lista
Λίστα με κάποιους απ’ τους Βούλγαρους αντιφασίστες που εντάχθηκαν στο 81ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, μέσα από το αρχείο του Κασάπη Βαγγέλη (Κρίτων)
Οι Βούλγαροι παρτιζάνοι δεν θεωρούσαν ότι είχαν εκπληρώσει στο ακέραιο το χρέος τους μόνο με το να μπουν στις γραμμές της Ελληνικής Αντίστασης και να παίρνουν μέρος στις μάχες κατά των φασιστών. Ένα από τα μεγάλα καθήκοντα που αναλάμβαναν ήταν να προσελκύσουν στους παρτιζάνους τους Βούλγαρους στρατιωτικούς και πολίτες κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Χάρη στις προσπάθειές τους πέρασαν στον ΕΛΑΣ οι στρατιώτες Στογιάν Ντουμπέλοφ, Μλόντεν Μάρκοφ, Αλεξάντερ Πετρούνοφ, Πρόεφ, Ντούρτσεφ, ο αξιωματικός Κίρο Γιάνεφ και πέντε άλλοι στρατιώτες.
Οι απεγνωσμένες προσπάθειες της φασιστικής εξουσίας να πνίξει στα τέλη ταυ καλοκαιριού του 1944, την επαναστατική πάλη με κατασταλτικά μέτρα, υποχρέωσε ορισμένους Βούλγαρους πού κατείχαν ως τότε επίσημες θέσεις και βοηθούσαν κρυφά το κίνημα της Αντίστασης, να περάσουν κι αυτοί στην παρανομία. Τον Αύγουστο του 1944 προσχωρούν στους παρτιζάνους του 21ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του χωριού Κουρουντερέ, Ιβάν Ντεμερτζίεφ, ο αποθηκάριος της κρατικής αποθήκης βαμβακιού ταυ Πρόσενικ, Γκεόργκι Λούκοφ και ο αδελφός του έφεδρος αξιωματικός Λιούμπεν Λούκοφ, διοικητής ενός τμήματος μεταφορών στις Σέρρες. Ο αριθμός των Βουλγάρων που προσχωρούν στους Έλληνες παρτιζάνους μεγαλώνει προς τα τέλη του Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη 1944, όταν η ατμόσφαιρα στην Βουλγαρία γίνεται έντονα επαναστατική.
Ας δούμε τώρα και τους παρτιζάνικους σχηματισμούς των Βουλγάρων αντιφασιστών που έδρασαν σε ελληνικό έδαφος.
Το παρτιζάνικο τάγμα «Χρίστο Μπότεφ» συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 επί ελληνικού εδάφους μέσα από το παράνομο δίκτυο του ΒΚΚ στον βουλγαρικό στρατό. Η δημιουργία της μονάδας αυτής οφείλεται αποκλειστικά στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας. Όπως καταγράφει ο Βούλγαρος στρατιωτικός (και διοικητής παρτιζάνικων μονάδων στον Β’ΠΠ) Σλάβτσο Τρνσκι, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ θα πει με αφορμή τη σύσταση του αντάρτικου αποσπάσματος “Χρίστο Μπότεφ” τα εξής λόγια: “Εδώ σφυρηλατείται η αληθινή φιλία μεταξύ των λαών μας. Θα έρθει η μέρα όταν Βούλγαροι και Έλληνες, οι λαοί όλης της βαλκανικής χερσονήσου, θα δώσουν αδερφικά τα χέρια και θα ζήσουν εν ειρήνη και με μια αδιάλυτη φιλία”
Το συγκεκριμένο αντάρτικο τμήμα δεν θα μείνει στην Ελλάδα αλλά θα κατευθυνθεί, με τη βοήθεια των ανταρτών του ΕΛΑΣ-Μακεδονίας, στη γιουγκοσλαβική και βουλγαρική ενδοχώρα όπου θα αναμετρηθεί με Γερμανούς και Βούλγαρους φασίστες. Αξίζει όμως να υπογραμμιστεί ότι στις σκληρές στιγμές της δημιουργίας του τάγματος και στην διάρκεια της μεγάλης πορείας προς την Βουλγαρία, στις αρχές του 1944 οι μαχητές είχαν τη βοήθεια των Ελλήνων αντιφασιστών καθώς για να φτάσει στον προορισμό του θα αναγκαστεί να κάνει διάφορους ελιγμούς περνώντας απ’ τις περιοχές της Πέλλας, της Γουμένισσας, του Κιλκίς. Σε όλη αυτή τη διαδρομή οι μαχητές του αποσπάσματος “Χρίστο Μπότεφ” συνεπικουρούνταν από τμήματα του ΕΛΑΣ.
Hristo Botev
Η πορεία του αντιφασιστικού τάγματος «Χρίστο Μπότεφ» απ’ την ελληνική Μακεδονία στο γιουγκοσλαβικό έδαφος
Διαφορετική είναι η ιστορία του βουλγαρικού αντιφασιστικού αποσπάσματος “Αντόν Ποπόφ” που σχηματίζεται επί βουλγαρικού εδάφους αλλά εισέρχεται στην Ελλάδα και δίνει μάχες στο πλάι των Ελλήνων ανταρτών των Σερρών. Συγκεκριμένα, στις 24/5/1944, στην περιοχή του Πέτριτς (Άνω Πετρίτσι) της βουλγαρικής Μακεδονίας, κάπου στο βουνό Μπέλες στα σύνορα με την Ελλάδα, Βούλγαροι κομμουνιστές/αντιφασίστες ιδρύουν το παρτιζάνικο τμήμα “Αντόν Ποπόφ” με στρατιωτικό διοικητή τον Μίρτσο Ραζμπόινικοφ (μέλος του ΒΚΚ απ’ το 1939 κι αργότερα αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού) και πολιτικό κομισάριο τον Νικόλα Πασκάλεφ. Το απόσπασμα «Αντόν Ποπόφ» εισέρχεται σε ελληνικό έδαφος το καλοκαίρι του ’44 και παίρνει μέρος σε μάχες εναντίον του βουλγαρικού στρατού στην περιοχή των Σερρών πολεμώντας μαζί με τα αντάρτικα τμήματα, συγκεκριμένα μαζί με το 21ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Λαμβάνει μέρος σε επιχειρήσεις στην επαρχία Σιδηροκάστρου των Σερρών, στα χωριά Κάτω Αμπέλα (Ινανλί), Βαμβακόφυτο (Σάβιακ) ενώ ελέγχει τα χωριά Αχλαδοχώρι (Κρούσεβο), Καπνόφυτο (Τσρβιστα), Πέτρα (Ελέσνιτσα), Χαροπό (Ράντοβο) και το χωριό Ντρζάνοβο μέσα στα βουλγαρικά σύνορα. Πρόκειται για χωριά που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχαν πλειοψηφικά βουλγαρομακεδονικό/εξαρχικό πληθυσμό και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και το 1944 βουλγαρόφωνοι κάτοικοι συνέχιζαν να ζουν σ’ αυτά μαζί με μικρασιάτες/πόντιους πρόσφυγες. Το παρτιζάνικο απόσπασμα «Αντόν Ποπόφ» θα επιστρέψει στη Βουλγαρία στις 2 Σεπτέμβρη και θα δώσει μάχες στην περιοχή του Πέτριτς όμως θα είναι παρόν και θα γιορτάσει μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό την απελευθέρωση της πόλης των Σερρών στις 14 Σεπτεμβρίου. Τότε οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα εισέλθουν στην πόλη όπου τους περιμένει ο Βούλγαρος φρούραρχος Σερρών, τμήματα της βουλγαρικής μεραρχίας Σερρών και ένας λόχος Βουλγάρων αντιφασιστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και Βρετανοί πράκτορες μαζί με Έλληνες εθνικιστές αντάρτες συνάπτουν παρασκηνιακά συμφωνία με τον Ανώτατο Βούλγαρο στρατιωτικό διοικητή της περιοχής με την οποία απαγορεύεται στα τμήματα του ΕΛΑΣ να εισέρχονται στις πόλεις, η τοπική στρατιωτική διοίκηση των Σερρών δεν θα υπακούσει. Έτσι, τα τμήματα του ΕΛΑΣ, μαζί με τους παραπάνω και χιλιάδες λαού γιορτάζουν την απελευθέρωση στους δρόμους των Σερρών ενώ από τους φούρνους της πόλης μοιράζεται δωρεάν ψωμί, προσφορά του ΕΑΜ. Στην πλατεία Ελευθερίας των Σερρών θα μιλήσουν στον σερραϊκό λαό ο Λευτέρης Ματσούκας (“Μπαρμπαλέξης”, γραμματέας του ΚΚΕ στις Σέρρες), ο διοικητής του Αρχηγείου Μπόζνταγ του ΕΛΑΣ, Χρήστος Κοσμίδης και ο διοικητής του βουλγάρικου παρτιζάνικου τμήματος «Αντόν Ποπόφ», Μίρτσo Ραζμπόινικοφ, καταγόμενος από το Πέτριτς (Πετρίτσι) της βουλγαρικής Μακεδονίας. Στους λόγους τους οι παραπάνω θα μιλήσουν για την ανάγκη συναδέλφωσης των δύο λαών και θα καταχειροκροτηθούν απ’ τον σερραϊκό λαό.
Η ιστορία του αντάρτικου αποσπάσματος «Βασίλ Λέφσκι» που έδρασε στο νομό Έβρου είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα καθώς φτιάχτηκε και πολέμησε επί ελληνικού εδάφους συμμετέχοντας στην απελευθέρωση χωριών και πόλεων. Δημιουργήθηκε στις αρχές Ιούλη του 1944 από Βούλγαρους στρατιώτες κι αξιωματικούς που αυτομόλησαν απ’ τον βουλγαρικό στρατό Κατοχής ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον ΕΛΑΣ και εντάχθηκαν στις γραμμές του. Τον Αύγουστο του ‘44, η βουλγαρική ομάδα του 81ου Συντάγματος ταυ ΕΛΑΣ αριθμεί 19 μαχητές και στις 7 Σεπτέμβρη σχηματίζονταν «τμήμα Βουλγάρων παρτιζάνων» από 21 μαχητές ενταγμένους στο 21ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Σύντομα η δύναμη του αποσπάσματος “Βασίλ Λέφσκι” θα φτάσει τους 60-70 μαχητές. Διοικητής του αποσπάσματος είναι ο κομμουνιστής Κονσταντίν Γκεμετζίεφ1, πολιτικός κομισάριος ο Άνγκελ Μαρίν, και στρατιωτικός διοικητής ο Στόγιου Μπέλκιν. Ο Έβρος είναι ο πρώτος νομός της Ελλάδας που απελευθερώνεται από την φασιστική κατοχή με τις τελικές μάχες να δίνονται μεταξύ 28 Αυγούστου και 3 Σεπτεμβρίου 1944.
Στις 5 Ιουλίου 1944 το βουλγαρικό απόσπασμα «Βασίλ Λέφσκι» του ΕΛΑΣ μπλοκάρει δύο συνοριακά περάσματα στον Έβρο ενώ στις 23 Αυγούστου ανατινάζει γέφυρα απ’ όπου περνάει σιδηρόδρομος στο χωριό Λευκίμμη, κοντά στις Φέρες του Έβρου. Σε κοινή επιχείρηση με το 81ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, στις 25 Αυγούστου, επιτίθενται στη γερμανική φρουρά του Σουφλίου. Ταυτόχρονα συμμετέχει σε επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών και καταλαμβάνει τα χωριά Λάβαρα (Σαλτί κιόι), Μεταξάδες (Τοκμάκ κιόι), Κασσιτερά (Καλατζίντερε), Παλιούρι (Τσιαλί κιόι).
Οι Βούλγαροι αντιφασίστες στον Έβρο θα συμμετέχουν στις μάχες για την απελευθέρωση του Σουφλίου και του Διδυμοτείχου όπου θα διακριθούν για την ανδρεία τους. Εκεί, στο ελεύθερο Διδυμότειχο, μαζί με τους Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ και την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, θα βγάλει λόγο και ο διοικητής του βουλγαρικού αντάρτικου αποσπάσματος “Βασίλ Λέφσκι, Κονσταντίν Γκεμετζίεφ, που θα μιλήσει για την ανάγκη συνεργασίας των δυο λαών και τον συνασπισμό τους σε μια βαλκανική ομοσπονδία.
Να πως περιγράφει μερικές από τις στιγμές της κοινής δράσης Ελλήνων και Βουλγάρων αντιφασιστών ανταρτών στον Έβρο ένα στέλεχος του τοπικού ΕΛΑΣ που τις έζησε:
«Οι Βούλγαροι αντάρτες της δύναμης του 81ο Συντάγματος, οργανωμένοι σε δικό τους λόχο με τ’ όνομα του εθνικού τους ήρωα Βασίλ Λέφσκυ, σ’ όλη την κατοχική περίοδο συναγωνίζονταν σε γενναιότητα κι αυτοθυσία τους Έλληνες παρτιζάνους και σε τίποτα δεν υστέρησαν απ’αυτούς. Κι όταν ήρθε η αποφασιστική στιγμή της αναμέτρησης μας και της εξόφλησης των λογαριασμών μας με τους Γερμανούς, η διοίκησή τους, ύστερα από επιθυμία των βουλγάρων στις τάξεις μας ανταρτών, πρότεινε στη διοίκηση του 81ου Συντάγματος να τους δοθεί ο δυσκολότερος τομέας μάχης και η πιο επικίνδυνη αποστολή. Εμείς τους απαντήσαμε, ότι αυτό που ζητούσαν είναι απαράδεχτο κι ο τομέας μάχης που θα τους δοθεί είναι ζήτημα της διοίκησης του Συντάγματος. Οι Βούλγαροι, λοχαγός Κωνσταντίν Γκεωργκίεφ Γκεμιτζίεφ κι ο πολιτικός επίτροπος Στόγιο Ιβανόφ Μπέλκιν απάντησαν στη διοίκηση του Συντάγματος: Η γνώμη του λόχου μας είναι ότι η διοίκηση του Συντάγματος δεν έχει το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την πρότασή μας γιατί πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα για μας τους Βούλγαρους παρτιζάνους είναι ζήτημα αγωνιστικής τιμής και δ ι ε θ ν ι σ τ ι κ ή ς υ π ο χ ρ έ ω σ η ς να πολεμήσουμε στο πλευρό σας δύο φορές περισσότερο τους εχθρούς του ελληνικού και βουλγάρικου λαού, δίνοντας αν χρειαστεί και τη ζωή μας, για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τη γερμανοβουλγάρικη κατοχή. Εφόσον δεν ικανοποιείτε την επιθυμία μας, σύντροφοι, αφαιρείτε τη μοναδική δυνατότητα να διαχωρίσουμε, με τον αγώνα μας κατά της ξένης κατοχής, τη θέση μας από το βουλγάρικο μοναρχοφασισμό για τα αίσχη του οποίου σε βάρος του ελληνικού λαού νιώθουμε ντροπή. Πρέπει να καταλάβετε ότι για μας και το βουλγάρικο λαό, που υποφέρει και παλεύει κάτω από τον ίδιο ζυγό, δεν είναι αρκετό το γεγονός της κατάταξής μας στις τάξεις των Ελλήνων ανταρτών. Εκείνο που έχει ξεχωριστή βαρύτητα και που με την επιστροφή μας στην απελευθερωμένη από το μοναρχοφασισμό, Βουλγαρία, στα
σίγουρα θα μας ζητηθεί από το βουλγάρικο λαό, είναι η προσφορά μας στον πόλεμο κατά του φασισμού και της ξένης κατοχής».
Μπροστά σε μία τέτοια ευγενική αγωνιστική επιμονή των βουλγάρων συντρόφων, η διοίκηση του Συντάγματος με καταφανή συγκίνηση ανακάλεσε την αρχική άρνησή της, τους συγχάρηκε και ικανοποίησε την επιθυμία τους. Και για να τους βοηθήσει ν’ ανταποκριθούν στη δύσκολη ηρωική αποστολή τους που τους ανέθεσε, τους εφοδίασε με ανάλογο οπλισμό απ’ τον καλύτερο που διέθετε. Και πραγματικά, με την έναρξη της μάχης κατά των Γερμανών Σουφλίου, όσο και στις επιχειρήσεις ενάντια στη μηχανοκίνητη φάλαγγα, που είχε κινηθεί για την ενίσχυση των πολιορκημένων στο Σουφλί Γερμανών, οι Βούλγαροι αντάρτες στάθηκαν στο αγωνιστικό τους ύψος και τίμησαν τα όπλα τους. Οι Έλληνες αντάρτες, που πήραν μέρος στις μάχες Σουφλίου, είχαν κι έχουν να λένε για τον ηρωισμό, την πρωτοβουλία, την αυτοθυσία και το πείσμα τους στη φωτιά της μάχης. Το άλικο αίμα των Βουλγάρων παρτιζάνων τραυματιών που έσμιξε με το αίμα των δικών μας παλληκαριών, πότισε γόνιμα το έδαφος πάνω στο οποίο γρήγορα ασφαλώς θ’ αναπτυχθεί και θα ριζώσει βαθιά για το καλό των δύο λαών το δέντρο της συμφιλίωσης.»
(
αποσπάσματα από το βιβλίο «Στον κόρφο της Γκύμπρενας, χρονικό της Εθνικής Αντίστασης στον Έβρο», Βαγγέλης Κασάπης (Κρίτων), τ. Β’, Κάλβος, Αθήνα 1977, σ.σ. 234-237)
Στα τέλη Αυγούστου, το απόσπασμα «Βασίλ Λέφσκι» περνάει σε βουλγαρικό έδαφος όπου συμμετέχει σε επιχειρήσεις των Βουλγάρων ανταρτών (μερικές και με συνδρομή Ελλήνων ανταρτών του ΕΛΑΣ) ενώ με επικεφαλής τον Κονσταντίν Γκεμετζίεφ εισέρχεται στις 9 Σεπτέμβρη στην πόλη Ιβάιλοφγκραντ και στις 12 Σεπτέμβρη στην πόλη Κρούμοφγκραντ της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας όπου οι κάτοικοι τους υποδέχονται ως απελευθερωτές. Μαζί τους βρίσκονται και αντάρτες του ΕΛΑΣ από το 81ο Σύνταγμα.
Partizani Vasil Levski Didimoticho
Βούλγαροι αντιφασίστες αντάρτες του αποσπάσματος «Βασίλ Λέφσκι», ποζάρουν στο Διδυμότειχο
Η βοήθεια βέβαια δεν είναι μονόπλευρη. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ βοηθούν επίσης τους Βούλγαρους αντιφασίστες παρτιζάνους που δρουν εντός των βουλγαρικών συνόρων. Έτσι, στις αρχές Σεπτέμβρη 1944 ένα τμήμα 100 ανταρτών από την περιοχή του Ράζλογκ κατεβαίνει στην Ελλάδα προκειμένου να εγκαταστήσει σύνδεση με τους Έλληνες αντάρτες και να προμηθευθεί οπλισμό. Το ίδιο πράττουν και οι δύο βουλγαρικές παρτιζάνικες ταξιαρχίες της Ροδόπης “Βασίλ Κολάροφ” και “Γκεόργκι Δημητρόφ” τον Αύγουστο του ‘44. Όταν προετοιμάζεται η εξέγερση της 9ης Σεπτέμβρη που θα φέρει τη Βουλγαρία στο πλευρό των Συμμάχων, οι επαφές μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων ανταρτών αυξάνονται. Για παράδειγμα, η κομματική ομάδα του ΒΚΚ που βρίσκεται εντός της Αλεξανδρούπολης συνδέεται με τους Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ στην περιοχή και μαζί σχεδιάζουν την εξέγερση των Βούλγαρων στρατιωτών εναντίον της ηγεσίας τους και την είσοδό του ΕΛΑΣ στην πόλη που τελικά πραγματοποιείται θριαμβευτικά στις 13 Σεπτέμβρη 1944.
Ας δούμε συγκεκριμένα μερικά στιγμιότυπα από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας του νομού, της Αλεξανδρούπολη από αυτόπτες μάρτυρες:
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944 έφυγαν από την Αλεξανδρούπολη οι τελευταίοι Γερμανοί που είχαν διωχθεί από τη γερμανοκρατούμενη ζώνη από τους αντάρτες. Στις 5 Σεπτεμβρίου Βούλγαροι ναύτες ύψωσαν στον ιστό του λιμεναρχείου πελώρια κόκκινη σημαία με χρυσό σφυροδρέπανο, αλλά ο Βούλγαρος φρούραρχος με μια ένοπλη διμοιρία κινήθηκε να κατεβάσει τη σημαία και να συλλάβει τους ναύτες, οι οποίοι πρόβαλαν αντίσταση. Ακολούθησαν οδομαχίες γύρω από τα σπίτια και τους σταθμούς διοίκησης των Βουλγαρων αξιωματικών. Παράλληλα επιτροπή ανταρτών ήρθε σε επαφή με αντιφασίστες Βούλγαρους αξιωματικούς και μαζί επιχείρησαν να προσηλυτίσουν το μεγάλο μέρος του βουλγαρικού στρατού που φαινόταν αμήχανος και δεν είχε πάρει μέρος στις εξελίξεις.”
Άλλη πράξη σπουδαίας σημασίας είναι η αιχμαλωσία του Βούλγαρου διοικητή των στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης, Ασέν Συράκοφ, από Βούλγαρους αντιφασίστες στρατιώτες. Στα μέσα Σεπτέμβρη κι ενώ ο ΕΛΑΣ έχει ήδη αρχίσει να εισέρχεται σε πόλεις και χωριά της περιοχής, οι Βρετανοί εκμεταλλεύονται τη σύγχυση που υπάρχει στη βουλγαρική πλευρά μετά την αλλαγή καθεστώτος στις 9/9/1944 και πετυχαίνουν να αναγνωριστούν οι εθνικιστικές δυνάμεις του Τσαούς Αντόν στην Ανατολική Μακεδονία ως συμμαχικές και να τους δοθεί η δυνατότητα να καταλάβουν θέσεις Ανατολικά του Στρυμόνα ώστε να παρεμποδίζουν κινήσεις του ΕΛΑΣ προς την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ταυτόχρονα απαγορεύεται στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να βρίσκονται μέσα στις απελευθερωμένες πόλεις. Πίσω απ’ αυτή τη συμφωνία κρύβεται ο δραστήριος Βρετανός πράκτορας Μύλερ και ο Βούλγαρος διοικητής των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας-Δυτικής Θράκης, Ασέν Συράκοφ. Η συμφωνία όμως αυτή θα ανατραπεί όταν μετά τις διαμαρτυρίες των ΚΚΕ/ΕΑΜ, ο Συράκοφ θα αιχμαλωτιστεί από Βούλγαρους αντιφασίστες στρατιώτες κι αξιωματικούς και τη διοίκηση της 2ης βουλγαρικής Μεραρχίας θα αναλάβουν στο εξής βουλγάρικες παρτιζάνικες δυνάμεις που θα ακυρώσουν τις συμφωνίες με τις εθνικιστικές ομάδες και θα ξαναδώσουν ελευθερία κίνησης στον ΕΛΑΣ.
Η συνεργασία του ΕΛΑΣ με τους Βούλγαρους αντιφασίστες θα συνεχιστεί αμείωτη μέχρι την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων από τα ελληνικά εδάφη στα τέλη Οκτώβρη του ’44.
10552429_558899077586524_6909895347550669864_n
Το αντιφασιστικό τάγμα «Βασίλ Λέφσκι» με Έλληνες και Βούλγαρους αντάρτες κατά την απελευθέρωση του Ιβάιλοφγκραντ. Διακρίνεται στο κέντρο ο Κονσταντίν Γκεμετζίεφ.
Η συνεργασία Ελλήνων και Βουλγάρων αντιφασιστών μέσα απ’ τα μάτια των πολιτικών τους αντιπάλων
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και μερικές από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας κατά τη διάρκεια της δίκης της ηγεσίας του ΕΑΜ Έβρου τον Δεκέμβριο του 1945Τότε, στο καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας που κυριαρχεί στην Ελλάδα, διάφοροι μάρτυρες αντικομμουνιστικών πεποιθήσεων καλούνται να καταθέσουν εναντίον της τοπικής ηγεσίας του ΕΑΜ Έβρου. Η κοινή δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Έβρου με τους Βούλγαρους αντιφασίστες επιχειρείται να στραφεί σε όπλο εναντίον των αγωνιστών του ΕΑΜ από την έδρα προκειμένου να αποδειχθεί ο “προδοτικός” ρόλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕΔυστυχώς όμως για την έδρα, πέρα από ελάχιστους μάρτυρες, που αυτοπροσδιορίζονται ως μέλη της φασιστικής ομάδας “Χ”, η μεγάλη πλειοψηφία των μαρτύρων κατηγορίας δίνει άλλη εικόνα απ’ αυτήν που επιθυμεί το δικαστήριο και με τον τρόπο τους έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να μας πουν:
2ος μάρτυς κατηγορίας: Γεώργιος Νικολάου Τασιος ετών 47 Πρωτοδίκης»«Κατά την 15 ή 20 Σ/βρίου 1944 ήλθαν εις Διδ/χον Βούλγαροι στρατιωτικοί και τους υπεδέχθησαν οι Βασιλείου, Κρίτων, οι οποίοι ωμίλησαν και απάντησαν εις τους Βουλγάρους, διερμηνεύοντος του Ιωαννίδου, δεν ενθυμούμαι όμως λόγω του χρόνου τι ακριβώς είπον, δηλαδή εάν είπον περί αυτονομήσεως κ.λ.π., αν έλεγον θα το ενθυμούμην. ‘Αλλοτε ο Κρίτων είπεν ότι θα πήγαινε να θέσουν τις βάσεις Βαλκανικής Συνομοσπονδίας …Γνωρίζω ότι οι αντάρται εζήτησαν την ενίσχυσιν Βουλγάρων και εκτύπησαν τον Αντών Τσαούση, ο οποίος ήτο Εθνικιστής.- Δεν μπορώ – να πω ποίοι ευθύνονται.- Ο Κρίτων ευθύνεται διότι ως στρατιωτικός επετέθη.- Ο σκοπός των Εαμιτών τότε ήτο η επιβολή της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Γκεμιτζήεφ ήτο αριστερός, αντιφασίστας και ελέχθη ότι επολέμησεν μετά των ανταρτών εις Σουφλί, δεν έπαυσαν όμως οι Βούλγαροι να είναι εχθροί μας.- Επληροφορήθην όμως, ότι υπήρχαν ομάδες Βουλγάρων μετά Ελασιτών»
3ος μάρτυς κατηγορίας: Σπυρίδων Κων/νου Φραντζής, ετών 60, φαρμακοποιός
«Εις τας γενομένας κατά καιρούς συγκεντρώσεις δεν παρευρέθην και δεν ήκουσα να ωμίλησαν περί αυτονομήσεως Μακεδονίας και Θράκης, ούτε τους ερχομένους Βουλγάρους.- Ο Βούλγαρος Γκεμιτζήεφ ήτο Βούλγαρος αντιφασίστας και ελέχθηκε ότι επολέμει με τους αντάρτας εις Σουφλίον κατά των Γερμανών.- Οι κατηγορούμενοι δεν κατέδωκαν κανένα Ελληνα εις τους Γερμανούς … Προσωπικώς σε κανένα εκ των κατηγορουμένων δεν μπορώ να αποδώσω εύθύνην, πάντως όμως θα ετέλουν εν γνώσει οι εκ των κατηγορουμένων, ούς ανέφερα, διότι ούτοι ήσαν τότε οι ιθύνοντες και συγκέντρωναν τον κόσμον με τα χωνιά, ακούαμε δε και τα τραγούδια των Δημητρώφ και Ποπώφ.-Εάν ο Κρίτων συνώδευσε τους αντάρτας εις μάχην κατά του Αντών Τσαούση δεν γνωρίζω.- ‘Ηκουσα ότι επυροβολήθη ο Βούλγαρος Ντοντσέφ από τους αντάρτας.- Εγώ δεν κάνω διάκρισιν μεταξύ Βουλγάρων φασιστών και αντιφασιστών καθ΄ό Βούλγαροι»
5ος μάρτυς κατηγορίας: Κων/νος Νικ. Παπακωνσταντίνου ετών 55 δικηγόρος«Μετά την αποχώρησιν των Γερμανών ‘Εβρου, ήλθον από Δαδιάν, ένθα ήτο το Κέντρον ομάδων αντιστάσεως, εις Σουφλί πανηγυρικώς οι Τζιβελέκης, Βασιλείου και μερικοί Αμερικάνοι, υποθέτω δε και ο Γκεμιτζήεφ, όστις συνεπολέμει μετά των ανταρτών, διότι απεχθάνετο τους Γερμανούς και το καθεστώς εκείνο. Εις το στρατηγείον Δαδιάς είδα τους Τζιβελέκην και Βασιλείου συσκεπτομένους δια την εκδίωξιν των Γερμανών. … Οταν κατήλθον από Δαδιά παρευρέθην εις λόγον του Βασιλείου, όστις δεν είπεν υπέρ αυτονομήσεως, ούτε τις των κατηγορουμένων, αλλά εξύμνει την δράσιν του ΕAM και κατεφέρετο κατά της, τότε Κυβερνήσεως- ο Βούλγαρος είπεν λόγους, δι’ών εξήρε την δράσιν του ΕAM και ηυχήθη να συμβή το ίδιον και εις την Βουλγαρίαν. Δεν εγένετο λόγος περί αυτονομήσεως της Θράκης κ.λ.π.»

6ος μάρτυς κατηγορίας: Νικόλαος Αναστασίου Ανδρειωμένος ετών 54 Νομοκτηνίατρος
Κατέθεσεν ότι τα περί αυτονομήσέως της Θράκης και Μακεδονίας εκ μέρους των κατηγορουμένων είναι ψευδέστατον, διότι εγώ δύο φοράς παρέστην εις Φέρρας εις λόγους του Κρίτωνος, ειπόντος περί της Διοικήσεως και δράσεως του Ε Α Μ, περί λαοκρατίας και συνεπώς ο λόγος αυτός ήτο ιδεολογικός και ουχί αντεθνικός.- Ο Βούλγαρος ομιλήσας εξύμνησε τους αντάρτας του ΕΑΜ, μετ΄ολίγον δε καιρόν ήλθεν ο Βούλγαρος Γκεμιτζήεφ εις Διδυμότειχον και ωμίλησε υπέρ των ανταρτών Ελλήνων, εκάκισε τους Βουλγάρους Φασίστας, ειπών ότι θα τιμωρηθούν ούτοι και ότι θα κάνουν μίαν ομοσπονδίαν και θα ζούμε καλά. ‘Ητο μεγάλος ιδεολόγος κομμουνιστής. Εγώ κατέχω καλώς την Βουλγαρικήν καί δεν ήκουσα να πή υπέρ της αυτονομήσεως της Μακεδονίας και Θράκης.
9ος μάρτυς κατηγορίας: Αθανάσιος Δημητρίου Σφυρής, ετών 47, δικηγόρος«Ωρισμένους εκ των κατηγορουμένων κατηγορώ, διότι άμα τη απελευθερώσει ήλθον εις Δ/χον με Βουλγάρους και εξεφώνησαν λόγους, οι δε Βούλγαροι αυτοί ήσαν εν στολή και ως έλεγον συνειργάζοντο με τους δικούς μας.- Ούτοι κατά πληροφορίας έλαβον και μέρος εις την μάχην Σουφλίου κατά των Γερμανών.- Εις τους ελθόντας Βουλγάρους -εγένετο υποδοχή, ότε εξεφώνησεν λόγον ο κατηγορούμενος Κασάπης αντιφασιστικόν, ως και ο Βούλγαρος του αυτού περιεχομένου, ειπών ότι πρώτοι θέτουν τον θεμέλιον λίθον της Βαλκανικής Ομοσπονδίας και από το όλον πνεύμα του λόγου εκείνου αντελήφθηκα ότι ούτοι συνεργάζοντο με τους αντάρτας. Περί αυτονομήσεως δεν ήκουσα να λεχθή τι.»
10ος μάρτυς κατηγορίας: Ανέστης Σταύρου Φανίδης Ετών 40 έμμισθος δικαστικός κλητήρ«Εις Διδ/χον έμεινα μέχρι του Οκτωβρίου 1944 και μόνον είς αξιωματικός Βούλγαρος ήλθεν και ωμίλησε περιστοιχιζόμενος από τους Τζιβελέκην, Κρίτωνα και Ιωαννίδην, δεν είπεν όμως περί αυτονομήσεως, αλλά περί διωγμού, των κατακτητών.»
11ος μάρτυς κατηγορίας: Δημήτριος Αποστόλου Ιωαννίδης, έμπορος«Μετά την αναχώρησιν των Γερμανών κατ’Αύγουστου 1944, ανέλαβον τας αρχάς οι κατηγορούμενοι. Ούτοι ως Διοίκηση δεν ήκουσα να ομιλήσουν περί αυτονομήσεως Μακεδονίας και Θράκης, αλλά ωμίλουν δια το Κόμμα των.- Ελέγετο ότι ούτοι συνεργάζοντο με Βουλγάρους Κομμουνιστάς, αλλά ποίαν συνεργασία είχον δεν γνωρίζω.- ‘Οταν κάποτε ήλθαν Βούλγαροι και ωμίλησαν, διερμήνευεν ο Ιωαννίδης, αλλά έλεγαν ότι είναι αδέλφια και συνεφιλιώθησαν, δεν ήκουσα να ειπούν περί αυτονομήσεως.- Δεν ήκουσα να καταδώσουν ‘Ελληνας οι κατηγορούμενοι.- Οι κατηγορούμενοι ενήργουν προπαγάνδαν υπέρ του Κομμ. Κόμματος.- Κατ΄ Οκτωβρίου, Νοέμβριου 1944 συνελήφθησαν μερικοί και εξετελέσθησαν. Αυτά εγίνοντο μετά την απελευθέρωσιν επί Διοικήσεως των κατηγορουμένων. Ο Κρίτων εις τον λόγον του έλεγεν ότι οι Βούλγαροι είναι αδέλφια και ότι επολέμουν δια την εκδίωξιν των Γερμανών, επίσης και ο Βασιλείου έλεγεν ότι οι Βούλγαροι είναι Παρτιζάνοι, αδέλφια και ότι πολεμούν με αυτούς δια του ίδιον σκοπόν.»
12ος μάρτυς κατηγορίας: Κων/νος Δημ.Ποντίδης, Επιθεωρητής Δημοτ. Εκπαιδεύσεως κατέθεσεν ότι:Οταν μετά την φυγήν των Γερμανών ανέλαβον την Διοίκησιν του Διδ/χου οι κατηγορούμενοι ήλθον εις Διδ/χον 3 Βούλγαροι εξ ών ο Γκεμιτζήεφ ήτο Ταγματάρχης και έδωκαν εις την πλατείαν χορόν και τους υπεδέχθησαν με άνθη. Τότε εξεφώνησαν λόγους οι Βούλγαροι και οι κατηγορούμενοι Κρίτων και Βασιλείου και είπον ότι μαζί εργάζονται Βούλγαροι και ΕAM δια την εξόντωσιν του φασισμού. Ελέγετο ότι, ωμίλησαν τότε περί αυτονομήσεως, τούτο όμως είναι φήμη, διότι τότε δεν διεμαρτυρήθη κανείς. Ο Βασιλείου έλεγε εναντίον της Κυβερνήσεως Καΐρου και εναντίον του Βασιλέως Γλύξμπουρκ. Εις επικοινωνίαν μετά των Βουλγάρων ήρχοντο μετά την απελευθέρωσιν του Διδ/χου συντελεσθείσαν την 28/8/1944. Δεν ήκουσα να δημιουργηθή συνείδησις περί αυτονομήσεως … Εις τους λόγους των εζητοκραύγαζαν υπέρ Κομμουνιστικής Ελλάδος. Ο Κρίτων ήτο επί κεφαλής των ανταρτών. Ο Παπασχάλης και αι διδασκάλισσαι αδίκως κατηγορούνται. Μόνον αι διδασκάλισσαι εις διάφορα συλλαλητήρια ωδήγουν τα παιδιά και τραγουδούσαν τραγούδια Πωπώφ και Δημητρώφ.»
15ος μάρτυς κατηγορίας : Λεωνίδας Ιωάννου Γιαρμαντζής, έμπορος κατέθεσεν ότι : «Δεν έχω υπ όψει μου να επροπαγάνδισαν οι κατηγορούμενοι υπέρ της αυτονομήσεως Μακεδονίας και Θράκης. Οι ωμιλήσαντες Βούλγαροι είπαν ότι οι Ελληνες και Βούλγαροι πρέπει να ενωθούν και ν’ανοίξουν τα σύνορα, τους λόγους δε αυτούς διερμήνευεν ο Ιωαννίδης. Ουδείς κατηγορούμενος ωμίλησεν. Και δύο ακόμη φορές ωμίλησαν Βούλγαροι αλλά δεν άκουσα να πουν περί αυτονομήσεως, ούτε αυτοί ούτε οι κατηγορούμενοι.»
Αυτούσια αποσπάσματα και πληροφορίες έχουν παρθεί και από τις παρακάτω πηγές:
Περιοδικό «Καλημέρα», 66/2012
Σλάβτσο Τρνσκι, Από την τακτική του παρτιζάνικου αγώνα στη Βουλγαρία (Из тактиката на партизанската борба в България)
https://ourbalkans.wordpress.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή