Κώστας Βιδάλης, ο αγωνιστής «κύριος συνάδελφος»



Στις 11 Αυγούστου του 1946 ο συντάκτης του Ριζοσπάστη Κώστας Βιδάλης, βρισκόμενος σε δημοσιογραφική αποστολή, φτάνει στη Λάρισα. Εκεί πιάνεται από τη συμμορία παρακρατικών του Σούρλα. Μετά από λίγες μέρες βρίσκεται δολοφονημένος με το κορμί του φριχτά παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια, στη θέση Κούμια του χωριού Μελία Λάρισας. Τα τελευταία λόγια του, λίγο πριν ξεψυχήσει, ήταν: «Το ΕΑΜ θα νικήσει!»…



.
Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να τοποθετήσει κανείς έναν άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις, κι όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος είναι ένα τόσο αγαπημένο του πρόσωπο, που χάθηκε με έναν τέτοιο τραγικό τρόπο. Δεν είναι εύκολο να συλλάβεις το βαθμό της ανθρωπιάς του, της καλοσύνης του, της λεβεντιάς του, γιατί η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η λεβεντιά δεν έχουν βαθμούς, είναι απέραντες.

Και τον «κύριο συνάδελφο» ―όπως τον αποκαλούσαν με αγάπη οι δημοσιογράφοι κι οι φίλοι του― γιατί χρησιμοποιούσε το «κύριε συνάδελφε», ενδεικτικό της μετριοφροσύνης του, για όλο τον κόσμο, από τους κλητήρες, ως τους διευθυντές και διαχειριστές της εφημερίδας, και του ’μεινε ο τίτλος. Τον «κύριο συνάδελφο» τον ζωντάνευε μια ανθρώπινη ζεστασιά, μια απέραντη αγάπη για το συνάνθρωπό του.

Σεβαστός κι αγαπητός σε όλους, όχι μόνο στους φίλους, αλλά και στους αντίπαλους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που τον γνώρισε και να μην τον αγαπούσε, να μην τον εκτιμούσε, να μη θαύμαζε την καλή του καρδιά, την απέραντη καλοσύνη του, την υψηλή συναίσθηση της ευθύνης στην εκτέλεση του δημοσιογραφικού του χρέους, τη λεβεντιά του, την τομπροσύνη του.

«…Εκείνο που ξέρω είναι ότι: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ MAPTYΡΗΣΕ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ. Τον έφεραν στις 10 το βράδυ. Τον πήγανε στο Νεκροταφείο εκεί κοντά κάπου 100 μέτρα από κει που ήμουνα εγώ. Τον γδύσανε. Του βγάλανε τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με το σώβρακο και τη φανέλα. Τα ρούχα του τα πήρε ένας από τους συμμορίτες, ο Κωσταντάρας. Τη βαλίτσα του και τις σημειώσεις που είχε μαζί του τις πήρε ο Τζωρτζ. Αυτός είναι ένας Κύπριος κοντός, ξανθός που ουσιαστικά αυτός διευθύνει τη συμμορία. Αυτός ανακρίνει όποιους πιάνουν κι αποφασίζει για την τύχη τους. Είναι μορφωμένος και μιλάει αγγλικά. Αφού τον γδύσανε και του πήρανε και τα χαρτιά του άρχισαν να τον χτυπάν με ρόπαλα και να τον ρωτούν…»

Από μαρτυρία αυτόπτη στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ.
Ριζοσπάστης 21/8/1946

Είχε δοθεί σύψυχα στο λειτούργημα που έταξε τον εαυτό του: στη δημοσιογραφία. Και ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα ένας αγωνιστής δημοσιογράφος. Συγκροτημένος, θαρραλέος και τολμηρός, ανυποχώρητος. Στεκόταν κοντά στο βασανισμένο λαό, πάλευε για το ψωμί του. Έσκυβε πάνω στον πόνο και το μόχθο του εργάτη, του αγρότη, αγωνιζόταν για τις ελευθερίες του. Έτσι ένιωθε τη δημοσιογραφία, σαν αγωνιστική, σαν καθήκον, σαν λειτούργημα και όχι μόνο σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Το ’δειξε αυτό σ’ όλη του τη ζωή και ιδιαίτερα με τον τραγικό του θάνατο, θεωρούσε πάντα πως το χρέος ενός δημοσιογράφου ήταν να είναι ένας αγωνιστής του λαού, να ζει από κοντά τη ζωή του, να συμμερίζεται τη μοίρα του, τις ελπίδες και τις αγωνίες του, τις πίκρες και τις χαρές του. Και να προσπαθεί να τον βοηθάει, να τον ανακουφίζει, να τον συνδράμει. Να ξεσκεπάζει ό,τι μηχανορραφούνε σε βάρος του, τις αθλιότητες, τις μεσαιωνικές συνθήκες που ζει και να δίνει τη μάχη γι’ αυτόν.

«…«Βούλγαρε»! τον αποκαλούν. Και ατάραχος απαντά: «Λάθος, κύριε, Έλληνας χριστιανός, πραγματικός κομμουνιστής!» Η ανάκρισις βάσταξε μέχρι τις 12 μ. χωρίς κακοποίηση. Σε μια στιγμή ο Σούρλας απομακρύνεται και μπαίνοντας στο τζιπ φεύγει. Σε λίγο κουστωδία κακούργων πέφτει στον ατυχή Βιδάλη. Τον παραμορφώνουν κυριολεκτικά. Ατάραχος τα υπομένει λέγοντας: «Το ΕΑΜ θα νικήσει». Στις 3 τα χαράματα παραλαμβάνεται ο ατυχής γυμνός εντελώς και οδηγείται στον Γολγοθά. Εις την θέσιν Κούμια Μελίας εις το χωράφι του Χρήστου Νταούτη στο δρόμο μαστιγώνεται άγρια.


Τα πρόβατα μακριά βελάζουν, εδώ ο ατυχής δέχεται δεκάδες μαχαιριές από τον κακούργο Τζώρτζη. Δεν έχει ξεψυχήσει. «Ζήτω το ΕΑΜ!» φωνάζει. «Ζήτω οι αγωνιστές!». Οι συμμορίται του αποκόβουν τας παρειάς για να μην φωνάζει. Συγκεντρώνει τις δυνάμεις του. Ένα ΕΑΜ, ΕΑΜ ακούγεται μαζί με έναν πυροβολισμό. Οι κακούργοι αποτελείωσαν τον ήρωα Βιδάλη. Το πρωί τα σκυλιά έγλειφαν τα αίματα και μαζί και τα όρνεα, έτρωγαν τις σάρκες του. Ο ατυχής έμεινε άταφος μέρες. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του το έφαγαν τα όρνεα και τα σκυλιά. Ένα μέρος ετάφη.
Αιώνια σου η μνήμη ήρωα.

Ένας αγωνιστής της Αντιστάσεως Λαρίσης
ΙΩΑΝΝΗΣ…»
Απόσπασμα γράμματος που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον «Ρίζο της Δευτέρας» 18/8/1947

Πιστός στο χρέος που έταξε στον εαυτό του ―να δείχνει στο λαό την αλήθεια, αγωνιζόμενος για τις πεποιθήσεις του― προσπαθούσε πάντα να καταγγέλνει την αδικία, τη βαρβαρότητα, την καταπάτηση όλων των ανθρωπίνων αξιών, δίνοντας, όταν χρειάστηκε, και την ίδια του τη ζωή.

Ήταν μια επιλογή της ζωής του ο αγώνας αυτός ο δημοσιογραφικός από τα πρώτα του κι όλος βήματα, όταν τέλειωσε το γυμνάσιο δουλεύοντας, ταυτόχρονα, σαν παιδί καφενείου, πλένοντας φλυτζάνια και σερβίροντας καφέδες, εκεί κάπου στην Κολοκυνθού, κοντά στο Καπνοκοπτήριο, και κατόπι σαν περβολάρης στους μπαξέδες της ίδιας περιοχής. Έτσι κατόρθωσε να πάρει ένα χαρτί και να γραφτεί στα Νομικά, στο Πανεπιστήμιο.


Γιατί η μάνα του η «κυρά Αθηνά», όπως την αποκαλούσε ―είχε μιαν απέραντη στοργή και τρυφεράδα γι’ αυτήν την πολυβασανισμένη γυναίκα― σαν πέθανε ο άντρας της δύσκολα μπορούσε να ζήσει τους δυο γιους της ράβοντας και νοικοκυρεύοντας τις «καλοπαντρεμένες» αδελφές της ― με πλούσιους, δηλαδή, άντρες.

«…Μορφές σαν του Κώστα Βιδάλη που πέρασαν σαν αστραπή αρετής, λεβεντιάς, συνέπειας και πίστης, ευθύνης, φωτίσανε και φωτίζουν το δημοσιογραφικό ορίζοντα. Είναι το δικό τους παράδειγμα που ιδιαίτερα τούτο το δύσκολο καιρό θυμίζει σε κάθε δημοσιογράφο που βαστάει πένα, που ’χει μηχανές, φακούς, όλα αυτά τα υπερσύγχρονα μέσα ενημέρωσης, πως όλ’ αυτά έναν μόνο σκοπό πρέπει να ’χουν κι έναν να κυνηγούν: την αλήθεια. Nα υπηρετούν την ειρήνη, την πρόοδο, το λαό μας, τον άνθρωπο…»

Νίκος Καραντηνός
Εκδήλωση στο χωριό Μελία Λάρισας, στον τόπο που ξεψύχησε ο Κ. Βιδάλης, 16/11/1986

Εκείνη την εποχή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, για να ανακουφίσει τη μάνα του και να φροντίσει και τον άρρωστο αδελφό του, μπήκε σε μια εφημερίδα σαν παιδί για όλες τις δουλειές. Και έμεινε στο δημοσιογραφικό κλάδο και αναδείχτηκε ένας από τους πιο γνήσιους, τους πιο θαρραλέους και ανιδιοτελής και σεμνούς δημοσιογράφους, ένας υψηλόφρονας μύστης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.


«…δεν θέλω κι ούτε μπορώ να κλάψω τον Κώστα Βιδάλη. Έπεσε τίμιος αγωνιστής. Στη μάχη απάνω για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και τη συνώνυμή τους δημοκρατία, δεν κλαίνε όσους αποκορυφώνουν την υπηρεσία τους με την υπέρτατη ατομική τους θυσία. Η αγωνιστική ισοτιμία που θεμελιώνεται πάνω στην κοινή απόφαση για κάθε θυσία δεν επιτρέπει δάκρυα λύπης για τους συντρόφους που χάνουμε. Τον ζωντανεύουμε στην ψυχή μας, όπως όλους που πέφτουν στο μεγάλο κι ωραίον αγώνα. Ανεμίζει τα λάβαρά μας η θύμηση του και μας κράζει: «Εμπρός! Πάντα εμπρός!»

Νίκος Καρβούνης
Ριζοσπάστης 2/9/1946

Δε χάριζε με την πένα του κάστανα στους εκμεταλλευτές που κουμαντάρανε την ελληνική οικονομία και ένα σκάνδαλο που ξεσκέπασε στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ―δε θυμάμαι ακριβώς τι, δεν τον γνώριζα τότε*― τον έστειλε εξορία στα Κύθηρα. Και εκεί, με ένα λεξικό και ένα βιβλίο στο χέρι, κατόρθωσε να καλυτερεύσει τα λίγα γαλλικούλια που ήξερε, κι έμαθε αγγλικά και γερμανικά που τόσο τον βοήθησαν στην κατοχή, όταν πέρναγε μπροστά από τα μάτια των γερμανών τις λινοτυπικές μηχανές, για το βουνό, δίνοντάς τους τσιγάρο και πιάνοντας την κουβέντα, τσάτρα πάτρα, μαζί τους.

Αγνός και πεντακάθαρος, τίμιος κι αδέκαστος δεν παρασύρθηκε ποτέ από το κύκλωμα της ελληνικής ολιγαρχίας και γνωρίζοντας το ρόλο που έπαιζε κάθε συγκρότημα στη μοίρα και στα πάθητα του κοσμάκη, συνδέθηκε με τις λαϊκές μάζες και πρωτοστάτησε σε όλους τους προοδευτικούς δημοσιογραφικούς αγώνες. Η προλεταριακή του συνείδηση, η δίψα του για δικαιοσύνη τον έφεραν κοντά στο αριστερό κίνημα.



Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία, στάλθηκε απεσταλμένος στις περιοχές του Λαϊκού Μετώπου. Εκεί έζησε τη ζωή των ισπανών αγωνιστών που παλεύανε ηρωικά ενάντια στο φασισμό. Πολύ επέδρασε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και την πιο πέρα πορεία του η αποστολή αυτή. Μιλούσε πάντα με τόσο ενθουσιασμό για τους ισπανούς δημοκράτες μαχητές, για την πίστη τους στον αγώνα, για τις θυσίες τους και με θλίψη που δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας το σκοπό τους. Αισιόδοξος όμως, όπως πάντα, είχε την πεποίθηση ότι μια μέρα ο ισπανικός λαός θα βρει ―θα κερδίσει― τη λευτεριά του.



Η «Πρωία» ―η εφημερίδα που δούλευε την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά― τον έστειλε με αποστολή στην Ήπειρο, να γράψει για τα Ηπειροχώρια, για τα προβλήματα των αγροτών, τη φτωχική ζωή τους. Εκεί σκαρφάλωσε τα βουνά, ποδαρόδρομο, σε πατήματα, πάνω από φαράγγια και γκρεμούς, μαζί με πραματευτάδες που μετακινούσαν την πραμάτεια τους στους ώμους των γυναικών. Θυμάμαι τη συγκίνηση και την αγανάκτησή του την εποχή που γύρισε και άρχισε να γράφει. Ένα από τα άρθρα του, ιδιαίτερα, η «Ζαλίγκα» έκανε αίσθηση.

Ζαλιγκομένες γερά ―διηγιόταν― με βαρύ ασήκωτο φορτίο στη ράχη, σα ζώα προχωρούσαν οι γυναίκες στους κατσικόδρομους πάνω από τους γκρεμούς που δεν μπορούσαν να περάσουν τα μουλάρια. Ανέβαιναν πλαγιές, φτάναν στις κορφές για να κατέβουν από την άλλη πάντα να παραδώσουν το εμπόρευμα του πραματευτή. Διπλωμένη ―έγραφε― η μέση, σκυφτό το κεφάλι, το αποχαυνωμένο από την κούραση μάτι άγρυπνο και προσεχτικό μην παραπατήσει το πόδι και βρεθούν στην άβυσσο. Κι αν έπειτα από ώρες πορεία, ξυστά-ξυστά στα βράχια ―συνέχιζε― στέκονταν κάπου οι δύσμοιρες αυτές γυναίκες, να ξαποστάσουν και κάθονταν χωρίς να βγάλουν από τη ράχη τη ζαλίγκα, τα βλέφαρά τους έπεφταν βαριά από το μόχθο και την προσπάθεια. Και η φύση γύρω ―αφηγόταν― οργίαζε. Μα οι δύστυχες πώς να νιώσουν, να συγκινηθούν από την ομορφιά της, που τις είχε αφανίσει η κούραση και έκαιγε η μέση τους από το σκοινί της ζαλίγκας!

«…Είναι γνωστό το «ρητό» ότι η δημοσιογραφία (η ελληνική κυρίως!) οδηγεί παντού υπό τον όρο να την αφήσεις την κατάλληλη στιγμή. Και είναι παραπάνω από γνωστά όχι ένα και δυο παραδείγματα δημοσιογράφων που χρησιμοποίησαν το επάγγελμα αυτό σαν αφετηρία για τυχοδιωκτικά άλματα (όχι σπάνια με εκβιαστική βάση), αφύσικα και αδικαιολόγητα προς τα «πάνω» ή προς την περιουσία. Ο Βιδάλης, που σαν οικονομικός και έπειτα πολιτικός ρεπόρτερ ήταν μπασμένος ως τις λεπτομέρειες στα βρώμικα άδυτα της νεοελληνικής κοινωνίας, των οικονομικών σκανδάλων της, των διαφόρων οικονομικών «συγκροτημάτων», που ήξερε όλες τις «λοβιτούρες», έβγαινε αγνός από το μακροβούτι αυτό μέσα στη βρωμιά.

Κατά τον ίδιο τρόπο αρνήθηκε επίσης να «κολλήσει» κοντά σε κανέναν από τους ιδιοκτήτες των αστικών εφημερίδων που δούλευε για να γίνει ο έμπιστος αρχισυντάκτης ή «διευθυντής του σε βάρος των συναδέλφων, αλλά και της συνείδησής του. Έμεινε ηθικά παστρικός, περήφανος, ανεξάρτητος κι αυτά έφερε και μέσα στο Κόμμα μας και στη δική μας δημοσιογραφία…»

Κώστας Καραγιώργης
(διευθυντής Ριζοσπάστη)
Ριζοσπάστης 25/8/1946

Η αγανάκτησή του ήταν απερίγραπτη γιατί η κοινωνία κατάντησε δούλα τη γυναίκα και ο άντρας σκλάβα του. Μιλούσε πάντα με στοργή για τη γυναίκα και τα τόσα δεινά της και τοποθετούσε σωστά το πρόβλημα, θα πρέπει μια μέρα η γυναίκα να σπάσει τα δεσμά της και να πάρει η ίδια τις τύχες της στα χέρια της. Ν’ αγωνιστεί για ν’ αποκτήσει τη θέση που της ανήκει στην κοινωνία μας, σαν ισότιμη του άντρα.

Στην αρχή της δικτατορίας του Μεταξά ο Κώστας είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για την οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα σύνδρομα ναζισμού – φασισμού που μας οδηγούσαν σε έναν καινούριο πόλεμο. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα στον ορίζοντα, πολλοί όμως φρονούσαν ότι θα αποφευχθεί. Ο Κώστας πίστευε πως όλα μάς οδηγούσαν σε έναν καινούργιο πόλεμο και αυτό έγραφε στο βιβλίο του. Ο Χίτλερ είχε προσαρτήσει τους Σουδίτες όταν τέλειωσε το έργο του.


― Και τώρα ―μου είπε σαν μου το διάβασε― και τώρα πού πάμε; Πόλεμος. Θα φέρει όμως το σοσιαλισμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Θάρθει και σε μας ο πόλεμος σε λίγο και θα μας αφανίσει. Όλη η Ευρώπη θα είναι ερείπια σαν τελειώσει, θ’ απελευθερωθεί όμως από το ζυγό των εκμεταλλευτών της; Θα φθάσουμε εκεί που στοχεύουμε, που ελπίζουμε, ή θα ξαναρχίσουμε πάλι από την αρχή τον αγώνα;

Το βιβλίο αυτό «Η Οικονομική Κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και πού μας οδηγεί», χάθηκε. Είχα παραδώσει τα χειρόγραφα στον Καραγιώργη, που ήταν τότε διευθυντής του Ριζοσπάστη, για να επιμεληθεί την έκδοσή τους, όπως είχε παρθεί απόφαση στο Ρίζο μετά τον τραγικό θάνατο του Κώστα. Του τα παράδωσα μαζί με ό,τι άλλο γραφτό του Κώστα υπήρχε στο σπίτι. Τότε που μας έκλεισαν την εφημερίδα, ανέβηκα στα γραφεία της οδού Εδουάρδου Λω (σήμερα Χρ. Λαδά) μήπως βρω τίποτα. Δεν έχω ούτε δείγμα της γραφής του. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν εγκαταλείψει τα γραφεία και είχαν βγει στην παρανομία. Ο μόνος που έμενε και τα φύλαγε ήταν ο Μανώλης Γλέζος. Ψάξαμε παντού. Δε βρήκαμε τίποτα. Δεν υπήρχε κανένα χαρτί στα συρτάρια των γραφείων. Μόνο το πορτραίτο του Κώστα που είχε φτιάξει ο Πρωτοπάτσης στο βουνό, στην κατοχή, βρήκα. Το ξεκρέμασα και το πήρα. Είναι το μόνο που σώθηκε. Αργότερα έμαθα πως ο Καραγιώργης πήρε τα χειρόγραφα μαζί με άλλα διάφορα ντοκουμέντα. Τα ’βαλε σε έναν τενεκέ και τον έχτισε σ’ έναν τοίχο, πριν βγει στην παρανομία. Με τα χρόνια το σπίτι κατεδαφίστηκε και χάθηκαν.



«…Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η αυτοθυσία του Βιδάλη είναι παράδειγμα και για τις επόμενες γενιές. Δεν είναι λοιπόν κάποια «μουσειακή» εκδήλωση αλλά ερέθισμα, κέντρισμα, να ξανασκύψουμε στην ιστορία του λαϊκού κινήματος και να αντλήσουμε συμπεράσματα για το σήμερα. Ένα τέτοιο συμπέρασμα υπάρχει σε ένα παράπλευρο δίπλα στην προτομή. Είναι τα ίδια τα λόγια του Βιδάλη:
Να γράφεις απλά και τίμια για το λαό».

Μιχάλης Κάσσης
γλύπτης που φιλοτέχνησε την προτομή του Κ. Βιδάλη

Η χιτλερική κατοχή τον βρήκε πανέτοιμο για να ολοκληρώσει την πορεία του. Από το δεύτερο κιόλας μήνα δούλεψε, μαζί με τον αχώριστο φίλο του Δημήτρη Χατζή, με τόλμη, παλικαριά κι αυτοθυσία για την έκδοση του παράνομου τύπου. Έστησαν παράνομα τυπογραφεία, βρήκαν λινοτυπικές μηχανές, στοιχεία. Η πρώτη παράνομη εφημερίδα, ο Ριζοσπάστης, κυκλοφόρησε από το καλοκαίρι του 1941. Γραφόταν ολόκληρη στο σπίτι του. Αν και είχαμε παντρευτεί, είχαμε κρατήσει και τα δυο μας σπίτια για την παράνομη δουλειά.

Ήταν ένα σπιτάκι στα Εξάρχεια. Στο τέρμα της Εμ. Μπενάκη και Καλλιδρομίου, πάνω στο λόφο. Ανέβαινες αμέτρητα σκαλιά σμιλεμένα στο βράχο. Δυο δωματιάκια με ένα αντρεδάκι στη μέση. Εκεί μαζευόταν ο Κώστας Καραγιώργης, ο Θανάσης Χατζής, ο Δημήτρης Χατζής και ο Κώστας και έγραφαν το Ρίζο. Από κει φεύγαν τα χαρτιά για τα παράνομα τυπογραφεία. Έγραφαν κι άλλοι δημοσιογράφοι ―αργότερα― στον παράνομο Ρίζο, δε γνώριζαν όμως το σπιτάκι. Στο σπίτι αυτό αποφασίστηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά και η «Ελεύθερη Ελλάδα» πριν κυκλοφορήσει στο βουνό. Ο Κώστας έγινε η ψυχή της εφημερίδας αυτής, τόσο στην παράνομη Αθήνα, όσο και στα ελεύθερα βουνά. Το σπίτι αυτό έχει μερικές αλλαγές, κάτι κάγκελα που πρόσθεσαν στην είσοδο, αλλά υπάρχει ώσαμε σήμερα.



ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ

Εικόνα χαμογελαστή, λείψανο φτωχικό μας,
το θώρι σου σαν όνειρο και το χαμόγελο ίσκιος
κι η σύναξή μας η ορφανή του κάκου σε προσμένει
να μπεις με τον αγέρα σου και την απλοκαρδιά σου
πως μπαίνει στο λιμάνι της φρεγάτα αρματωμένη,
που σέρνει στο κατάστρωμα τα τρία καλά του κόσμου,
το θάρρος, την αγνότητα και την αδερφοσύνη.

Εμένα με σταυρώσανε καθώς σταυρώνουν όλους
τους ταπεινούς οι αδιάντροποι, τους ήρωες οι προδότες·
καθώς του πύργου τα σκυλιά, που τα ’μαθε αιμοβόρα
με νήστεια και με γύμναση μαυρόψυχος αφέντης,
φτωχού διαβάτη ρίχνονται και τον κατασπαράζουν,
έτσι με κατασπάραξαν μπουλούκι οι σταυρωτήδες.
Νύχτα, χωστά σε αγριότοπον με τράβηξαν δεμένον
και την ψυχή κομματιαστά μου βγάλαν κόμπους κόμπους
και πνίξανε τους βόγγους μου, σκεπάσαν τους σπασμούς μου
να μην ακούσει ο ουρανός, να μην ιδούν τ’ αστέρια.

Μ’ αν δεν ακούει ο ουρανός, τ’ αστέρια κι αν δέν βλέπουν
τις μαχαιριές τις ένιωσε κατάκαρδα ο λαός μας
κι όσο βαθιά τόνε πονούν τόσο τόνε θεριεύουν
καθώς ο κλάδος την ελιά, το σκάψιμο τ’ αμπέλι.

Βασίλης Ρώτας
(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ, Αθήνα 1961)

Όταν είχαν αρχίσει τα πράγματα να σφίγγουν στην Αθήνα για τους αγωνιστές της αντίστασης, φώναξε μια μέρα ο διευθυντής του Ριζοσπάστη τον Κώστα για να του αναθέσει μια αποστολή στο Παρίσι. Να πάει σαν ανταποκριτής της εφημερίδας. Δεν του απάντησε αμέσως. Του είπε άσε με να το σκεφτώ. Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Με πήρε και κατεβήκαμε στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί καθισμένος πάνω σ’ ένα βράχο, αγνάντευε τη θάλασσα, αμίλητος. Σε μια στιγμή γύρισε απότομα και μούπε:

― Με στέλνουν ανταποκριτή στο Παρίσι και σένα μαζί μου. Αύριο όμως θα πω πως δεν μπορώ να φύγω. Πρώτα απ’ όλα πώς θ’ αφήσουμε τη θεια σου, γριά γυναίκα, ολομόναχη. Δεν ήταν δική του συγγενής, αλλά νοιαζόταν γι’ αυτήν. Και έπειτα πώς μπορώ να ζήσω σε ξένους τόπους μακριά από την Ελλάδα, χωρίς ν’ αγναντεύω τη γαλάζια θάλασσα και τον καταγάλανο ουρανό της. Δε φύγαμε. Ο Ριζοσπάστης έστειλε το Βάσο Γεωργίου.


Δεν ήταν η αποστολή αυτή η τελευταία που τον οδήγησε στο θάνατο. Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του, θεληματικά. Και ο Καραγιώργης ―ο διευθυντής του Ριζοσπάστη― και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει. Δεν άκουγε όμως. Μέρες είχε μείνει άγρυπνος, με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βιάζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές.

― Αυτή τη φορά, μου ’λεγε, δεν πρόκειται ν’ ακούσω κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Όσοι γλύτωσαν από των γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά. Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάνω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας, ν’ αποκαλύψω τους δράστες. Κοπέλες σαν τα κρύα νερά βιάζονται, το καταλαβαίνεις; Το βιος του αγρότη λεηλατιέται και μεις καθόμαστε στα γραφεία και φλυαρούμε και δεν πάμε να δούμε τι γίνεται.

«…Παίρνουμε απ’ τα τσακισμένα, απ’ το μαρτύριο δάκτυλά σου το όπλο την πένα σου σύντροφε Κώστα κι ορκιζόμαστε πάνω σ’ αυτή: Να συνεχίσουμε το έργο σου. Να γράφουμε, να καταγγέλλουμε, να ξεσκεπάζουμε και να χτυπάμε τους εχθρούς του λαού — τους εχθρούς σου! Όπως θα το ’κανες εσύ.

Κι όταν τις μεταμεσονύκτιες ώρες του δημοσιογραφικού καμάτου, η πυρετική ταινία των γεγονότων θα ξετυλίγει μπροστά μας τα καθημερινά δράματά της και τους εικοσιτετράωρους βραχνάδες της, θα σηκώνουμε τα μάτια και θα κοιτάμε εκεί ψηλά, τη μορφή σου και θα ’ναι τότε σαν να κουδουνίζει ξανά στ’ αυτιά μας το παιχνιδιάρικο γέλιο της πληθωρικής αισιοδοξίας σου:
— Όλα θα πάνε καλά, κύριε Συνάδελφε!»

Απόστολος Σπήλιος
Ριζοσπάστης 21/8/1946

Κάθε μεσημέρι μου ερχόταν όλο και πιο φουρτουνιασμένος.

― Πρέπει να ενημερώσουμε τον Ελληνικό λαό και τη διεθνή κοινή γνώμη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, πρέπει ο κόσμος να μάθει και θα μάθει όταν πάμε να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια, θα πάω να μαζέψω στοιχεία να τα δημοσιεύσουμε σε μια σειρά ανταποκρίσεις.

Του κάκου όλοι οι συνεργάτες του, οι φίλοι του προσπάθησαν να τον σταματήσουν, να τον αποτρέψουν να φύγει στην επικίνδυνη αυτή αποστολή.

― Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε, έλεγε στον Καραγιώργη στις μεσημεριανές συσκέψεις των δημοσιογράφων. Καίγεται ο κόσμος, το καταλαβαίνετε;


«Νομίζω ότι η σημερινή παρουσία του κόσμου εδώ, φανερώνει τη γενική εκτίμηση και τιμή στη μνήμη του Βιδάλη, από ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού όλων των πολιτικών παρατάξεων. Και αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Δείχνει την αξία του Βιδάλη».

Χαρίλαος Φλωράκης
Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ
Εκδήλωση για τα 40 χρόνια από τη δολοφονία του Κ. Βιδάλη. Θέατρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, 14/7/1986

Είναι η πρώτη φορά ―μου ’λεγε σαν γύριζε― που θα κάνω εκείνο που με προστάζει η συνείδηση μου. Το πήρα απόφαση και τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω, αν κι έτρεμε το φυλοκάρδι μου. Ήξερα πως εκείνο που προείχε γι’ αυτόν ήταν το δημοσιογραφικό του καθήκον. Δε θα μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Μα κι αν προσπαθούσα να τον εμποδίσω, δε θα μ’ άκουγε. Όταν αποφάσιζε κάτι, τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Ήταν πολύ πεισματάρης όταν αυτό που αποφάσιζε εξυπηρετούσε το λαό. Και το πέτυχε να φύγει, έστω και αν αυτό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

― Τι σημασία έχει κύριοι συνάδελφοι, είπε στους συνεργάτες του στην τελευταία σύσκεψη στο Ριζοσπάστη. Τι σημασία έχει ο κίνδυνος ενός ανθρώπου μπροστά σ’ αυτό το κακό που γίνεται σήμερα.

Έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι χωρίς γυρισμό, το μεσημέρι στις 11 Αυγούστου. Είχαμε πάει μαζί σε ένα γάμο δυο πολύ αγαπητών μας φίλων.

― Χαιρέτησέ τους κι από μένα ―μου είπε με το ανοιχτόκαρδό του χαμόγελο μόλις τέλειωσε η στέψη― εγώ φεύγω. Έχω δουλειά.

Σαν γύρισα στο σπίτι είχε πάρει το βαλιτσάκι του και είχε φύγει σαν σίφουνας, όπως έμαθα. Έτσι πήγε ολόισια στο θάνατο, σε έναν αφάνταστα μαρτυρικό θάνατο. Το κορμί του, το χιλιοβασανισμένο του κορμί που το πετσόκοψαν οι κακούργοι χασάπηδες του περιβόητου Σούρλα, που είχαν εκπαιδευτεί στα στρατόπεδα των ναζήδων, το κράτησε για πάντα η Θεσσαλία, η Θεσσαλία αυτή που τόσο αγάπησε και που ’γραψε γι’ αυτήν τη «Μάχη της Σοδειάς».

Κάτια Βιδάλη

* Οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν το τραστ Μποδοσάκη

Το βασικό κείμενο το έγραψε η Κάτια Βιδάλη, σύντροφος του Κ. Βιδάλη και αποτέλεσε τον πρόλογο στο βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη», εκδόσεις Αφών Τολίδη (χωρίς χρονολογία).

Πηγή των ένθετων αποσπασμάτων και φωτογραφιών (όπου δεν αναφέρεται ξεχωριστά), το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, Ήρωας, μάρτυρας, κομμουνιστής, δημοσιογράφος», έκδοση της Συντακτικής Επιτροπής του Ριζοσπάστη, της ΚΟΒ του Ριζοσπάστη και των ΚΟ Τυποεκδοτικής, 1989.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή