Η ιστορία του αντιφασίστα λοχαγού Amos Pampaloni
του Περικλή Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου-ιστορικού
Το χρονικό των γεγονότων
Κεφαλλονιά Σεπτέμβριος 1943
Τις κρίσιμες μέρες, μεταξύ 8ης και 13ης Σεπτέμβρη, τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ διένειμαν προκηρύξεις στους Ιταλούς φαντάρους οι οποίες έγραφαν: «Μην παραδώσετε τα όπλα σας στους Γερμανούς που θέλουν να συνεχίσουν τη σφαγή της ανθρωπότητας. Αντισταθείτε στους ανωτέρους σας, αν σας ζητήσουν να τα παραδώσετε» (Λουκάτος, 2010: 67). Το απόγευμα της 12ης Σεπτεμβρίου 1943, οι λοχαγοί Amos Pampaloni και Renzo Apollonio, αξιωματικοί συναντήθηκαν με τον στρατηγό Gandin και τον ενημέρωσαν ότι ήταν έτοιμοι να στασιάσουν και δεν δέχονταν να παραδώσουν τα όπλα τους στους Γερμανούς. Οι Ιταλοί αξιωματικοί άνοιξαν τις αποθήκες και μοίρασαν όπλα και πυρομαχικά στους μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Όλη πλέον η μεραρχία Aqcui αποφασίζει να αντισταθεί. Την αυγή της 13ης, γερμανικές φορτηγίδες, με στρατό, βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, μπήκαν στο λιμάνι τ' Αργοστολιού, με πρόθεση να αποβιβάσουν στην πόλη άνδρες και πολεμικό υλικό. Δέχονται ταυτόχρονα ομοβροντίες πυρών από τις ιταλικές πυροβολαρχίες, την 1η του Amos Pampaloni, την 3η του Renzo Apollonio και την 5η του Αbele Ambrosini, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κατά σειρά, η 1η στους Μύλους / Αγία Βαρβάρα, η 3η στον Κούταβο (Παλιόκαστρο) και η 5η στα Μαυράτα του Ελιού της Νότιας Κεφαλονιάς, όπως και των ιταλικών ναυτικών πυροβολίων στην τοποθεσία Φαραώ (Μάγερ, 2009: 447).
Oι δύο φορτηγίδες βυθίστηκαν, με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες των Γερμανών και η τρίτη με σοβαρές ζημιές καλύφθηκε πίσω από το φανάρι των Αγίων Θεοδώρων. Aυτή είναι η πρώτη πράξη της ιταλο-γερμανικής σύρραξης στο νησί.. Δύο ημέρες μετά, γερμανικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στις ακτές του νησιού υπό την κάλυψη των Στούκας. Οι βομβαρδισμοί θα προκαλέσουν στο Αργοστόλι μεγάλες καταστροφές καθώς η πόλη βομβαρδιζόταν ασταμάτητα από το ξημέρωμα μέχρι τη δύση του ηλίου (Μάγερ, 2009:466).
«Ο ηρωισμός των Ιταλών φαντάρων - πυροβολητών και ναυτών, με επικεφαλής τον ηρωικό λοχαγό Oscar Altavilla, στην πρώτη μέρα της μάχης στην Εμπορική Σχολή Αργοστολίου, καθώς το σπίτι μου βρισκόταν μέσα στο πεδίο της μάχης και έχω προσωπική αντίληψη, καθώς οι Ιταλοί επετίθεντο από το ύψωμα του Αϊ - Θανάση στη γερμανική μονάδα της Εμπορικής Σχολής, αποτελούμενη από 400 στρατιώτες, πολλά άρματα μάχης και βαρύ οπλισμό, την οποία οι Ιταλοί ανάγκασαν σε παράδοση. Οι Ιταλοί δεν ήταν πια οι «μακαρονάδες» που ειρωνευόμασταν, αποδείχτηκαν στην πράξη ηρωικοί κι άξιοι μαχητές που 'χαν αλλάξει στρατόπεδο, κι εκδήλωναν έναν πρωτόγνωρο ηρωισμό εμπνευσμένο από τα αντιφασιστικά και αντιπολεμικά τους αισθήματα και ιδεώδη», αναφέρει ο Σπύρος Σταματάτος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ.
Στις 22 Σεπτεμβρίου, μετά από μια βδομάδα σφοδρών μαχών, η ηγεσία της Acqui υπογράφει
στις Κεραμειές, ένα χωριό της Λειβαθούς, την παράδοσή άνευ όρων. Ο Γερμανός ταγματάρχης Harald von Hirschfeld, χορηγεί με διαταγή του στους
Γερμανούς στρατιώτες απόλυτη ελευθερία δράσης "κατά βούληση" για 48
ώρες. (Σακκάτος, 2002:179).
Οι στρατιώτες της μεραρχίας
ορεινών καταδρομών Εντελβάις, εξολοθρεύουν
μεθοδικά και μαζικά με κάθε τρόπο, τους
Ιταλούς αιχμαλώτους.
Στις
21 Σεπτεμβρίου, αφού η μονάδα του μπήκε στα Φραγκάτα, ο Γερμανός αξιωματικός Alfred
Richter σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Δύο
λόχοι (Ιταλών) αλπινιστών παραδίδονται χωρίς να ρίξουν έστω και μία σφαίρα.
Είναι όλοι ήρεμοι και χαλαροί γιατί πιστεύουν ότι έσωσαν τη ζωή τους επειδή
παραδόθηκαν οικειοθελώς. Μπαίνουμε στα Φραγκάτα και παραδίδουμε τους
αιχμαλώτους μας. Εδώ έρχονται αντιμέτωποι με την τραγική τους μοίρα. Σε
διμοιρίες, σύρονται στα κοντινά λατομεία και στα γύρω περιβόλια και θερίζονται
από τα πολυβόλα του 98ου Συντάγματος. Μένουμε στο χωριό δύο ώρες και όλο αυτό
το διάστημα τα αυτόματα και τα πολυβόλα δεν σταματούν να σφυροκοπούν. Οι
κραυγές φτάνουν μέχρι και μέσα στα σπίτια των Ελλήνων. Χωρίς να ληφθεί υπόψη η
υπηρεσία του κάθε στρατιώτη εκτελούνται όλοι, μέχρι και τραυματιοφορείς και
ιερείς. Κωμικοτραγική φιγούρα ήταν ένας αιχμάλωτος που προσπάθησε να σώσει τη ζωή
του ανεβαίνοντας σ΄ένα βάθρο και τραγουδώντας άριες όπερας με ωραία φωνή,
παίρνοντας μια πραγματικά ιταλική πόζα». (Μάγερ, 2009:500).
Λίγο αργότερα στο χωριό Τρωϊανάτα 470 Γερμανοί που κρατούνταν αιχμάλωτοι από τους
Ιταλούς εξεγείρονται και τους αιχμαλωτίζουν. Όπως διηγείται ο 16χρονος τότε
Σπύρος Βαγγελάτος, οι Ιταλοί «ήταν γεμάτοι χαρά, κάποιος μάλιστα έπαιζε
φυσαρμόνικα. Μου είναι κολλημένο στη μνήμη το τραγούδι “Μama, sono tanto felice perche ritorno da te” (Μητέρα, είμαι
ευτυχισμένος, γιατί επιστρέφω κοντά σου). Tην άλλη μέρα τους εκτέλεσαν».
«Από τα σώματά τους ξεπηδούσαν ρυάκια
αίματος», αφηγείται ο στρατιωτικός ιερέας Romualdo Formato
και συνεχίζει : «Έτρεχαν στην πλαγιά και ενώνονταν σε έναν κατακόκκινο χείμαρρο.
Κραυγές γέμιζαν τους αιθέρες. Και μετά ακουγόταν μόνο ένας ρόγχος, έως ότου ο
των πτωμάτων και άρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα τους προς τα κάτω.
σωρός των 900 μαρτυρικών σωμάτων σώπασε. Οι Γερμανοί σκαρφάλωσαν στους σωρούς
βογκητά. Οι Γερμανοί σκαρφίστηκαν ένα άσπλαχνο τέχνασμα. Φώναξαν: «Ήρθαν
Αλλά ούτε με τον τρόπο αυτόν βρήκαν όλοι τον θάνατο. Οι σφαίρες δεν έφτασαν σε
όσους είχαν σκεπαστεί από τα πολλά πτώματα. Ακούγονταν ακόμα ρόγχοι και
με μεγάλη δυσκολία, αιμόφυρτοι, τραυματισμένοι, τρομοκρατημένοι. Οι δολοφόνοι
τραυματιοφορείς. Όποιος ζει ακόμα να φανερωθεί. Θα του χαριστεί η ζωή και θα
μεταφερθεί στο νοσοκομείο». Έπειτα από λίγο, περίπου 20 άνθρωποι σύρθηκαν έξω
έσκασαν στα γέλια και τους σκότωσαν με μια τελευταία ριπή του πολυβόλου».
Το "Κόκκινο Σπίτι" των
Αγίων Θεοδώρων
Τους
αιχμάλωτους Ιταλούς αξιωματικούς οι Γερμανοί
τους εκτέλεσαν στο "Κόκκινο
Σπίτι" των Αγίων Θεοδώρων. Εκτέλεσαν 136 ως τις 11 η ώρα, που έληξε ή
προθεσμία του 48ωρου, που είχε σαν
συνέπεια να γλυτώσουν την εκτέλεση συνολικά
39. Από τα ξημερώματα
τους οδηγούσανε εκεί και τους εκτελούσανε σε μικρές ομάδες. Ο διοικητής της
Μεραρχίας, στρατηγός Antonio Gardin εκτελέστηκε κι αυτός μαζί με τους 136
οδοντοστοιχία του και τη στολή του.
Ιταλούς αξιωματικούς Η σωρός του αναγνωρίστηκε από το γιο του, από την
Το σύνολο των Ιταλών που πέσανε στην Κεφαλονιά ανέρχεται σε 9.250, σύμφωνα με το Ιταλικό Υπουργείο Αμυνας. Η αντίσταση και η θυσία της Acqui έσωσε την τιμή της Ιταλίας, πουείχε καταρρακωθεί, λόγω της συμμαχία της με την ναζιστική Γερμανία και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πράξη της Ιταλικής Αντίστασης εκτός συνόρων. Η Acqui ήταν
η μοναδική ιταλική Μεραρχία που πολέμησε στο εξωτερικό και της επετράπη από
τους συμμάχους να επιστρέψει στην Ιταλία με τα όπλα και την σημαία της. Στις
σημαίες των τεσσάρων συνταγμάτων της Μεραρχίας Acqui, μοναδικού παραδείγματος στον
ιταλικό στρατό, απονεμήθηκαν τα χρυσά μετάλλια της στρατιωτικής αξίας με τη
ακόλουθη αιτιολογία: «Κατά την ένδοξη και τραγική περιπέτεια της Κεφαλονιάς, με
την αξία και το αίμα των πυροβολητών της και των στρατιωτών της, πρώτων
και για να παραμείνουν πιστοί στους νόμους της στρατιωτικής τιμής,
υποστηριχτών της πάλης κατά των Γερμανών, για το γόητρο του ιταλικού στρατού
περιφρονήσανε την προσφορά του εχθρού για παράδοση, προτιμήσαντες να
ολοκαύτωμα στη μακρινή πατρίδα» (Σακκάτος, 2002:194).
αντιμετωπίσουν υπό απελπιστικές περιστάσεις μια πάλη περιττή, αναλισκόμενοι σε
Πηγή: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=874243 (Ανακτήθηκε 27 Μαρτίου, 2018)
Ο
Amos Pampaloni συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση Ιταλού αξιωματικού. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1910. Σπούδασε
μηχανικός και το 1939 κατετάγη στο στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού. Ευγενής
προς τους υφισταμένους του και τους Έλληνες,
προερχόταν από μια πόλη που διακρίνεται για τον πολιτισμό της. ΤοποθετήθηκεΤστο πυροβολικό,
όπλο το οποίο απαιτούσε άριστη γνώση μαθηματικών και τοπογραφίας, για την
επιτυχή διεύθυνση του πυρός. Έδωσε πρώτος την διαταγή να βληθούν τα γερμανικά μεταγωγικά πλοία, τα οποία προσπάθησαν
να προσεγγίσουν το Αργοστόλι στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 (Βεντούρι, 2000:182).
Η
Πυροβολαρχία του Pampaloni μετακινήθηκε
κοντά στο χωριό Διλινάτα το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου και εκεί αιχμαλωτίστηκαν
από τους Γερμανούς. Ο Amos Pampaloni διηγείται την…εκτέλεσή
του : «Στις 20 Σεπτεμβρίου, πήρα διαταγή να πάω με την μονάδα μου στα Διλινάτα.
Ταχτοποιηθήκαμε σ’ έναν κάμπο και χωριστήκαμε στα τέσσερα. Το πρωί της άλλης
μέρας, ο υπολοχαγός
Τoniato έρχεται φωνάζοντας "Οι
Γερμανοί"! "Είσαι τρελός;" - του είπα εγώ... Ήταν αδύνατον να
σκεφτείς ότι θα μπορούσαν να φθάσουν εκεί τόσο γρήγορα. Πιο νόημα θα έβγαζε να έλεγες ότι ήταν Ιταλοί... Και όμως... Μετά από
κάποιο διάστημα μάχης και ενώ είχα ήδη τέσσερις τραυματίες από τους οποίους οι
δυο βαριά, από μικρή απόσταση ο αρχηγός τους μου λέει στα άπταιστα ιταλικά
"Μην πυροβολείτε! Δεν έχει νόημα! Άλλωστε μόνο με τους όλμους σας έχουμε
στο χέρι, για αυτό καλύτερα να παραδοθείτε"! Έκανα μια γρήγορη εκτίμηση της
κατάστασης και αν και θα καταφέρναμε να σκοτώναμε δυο η τρεις... μάταιο δεν θα
ωφελούσε καθόλου! Μας είχαν στο χέρι...όντως ο αυστριακός είχε δίκιο. Ήταν
αυστριακοί! Τα ιταλικά τους δεν ήταν… Ιταλικά Ιταλών αλλά η γλώσσα που μιλούν
οι αυστριακοί από το Τιρόλο!
Λίγο αργότερα, όλοι μας όρθιοι μαζί με τους τραυματίες, άρχισαν να μας αφαιρούν
τα ρολόγια, τα πορτοφόλια, τα βραχιόλια και τις ζώνες...
Διαμαρτυρήθηκα στον λοχαγό τους. "Δεν είναι σωστό! Παραβιάζετε τις
διεθνείς συνθήκες μεταχείρισης αιχμαλώτων". “Ναι, αλλά όχι των λιποτακτών και αλητών” απάντησε. Στο χέρι
κρατούσε ένα πιστόλι "Parabel". Ο Τoniato ξαφνικά φωνάζει στους άλλους
"Παιδιά! Πείτε όλοι την νεκρώσιμη ακολουθία..."
"Μα τι κάνεις” του λέω, “Γιατί τους κατεβάζεις το ηθικό και τους πανικοβάλλεις;”
Ο κακόμοιρος ο Τoniato, από τα λίγα γερμανικά που ήξερε μάλλον κατάλαβε...
"Προχώρα" με διατάζει αυτός ο λοχαγός κάνοντας νόημα με το χέρι
που κρατούσε το πιστόλι. Με το που κάνω ένα βήμα, ακούω ένα πυροβολισμό πίσω
μου. Μόνο ένα και έπεσα κάτω χωρίς να καταλάβω τίποτα. Με είχε πυροβολήσει στο
κεφάλι αλλά η σφαίρα μπήκε από το σβέρκο μου, διαπέρασε το λαιμό και βγήκε
μπροστά περνώντας ξυστά από την καρωτίδα, ευτυχώς χωρίς να την ακουμπήσει. Δεν
καταλάβαινα τίποτα! Απλά, ήμουν πνιγμένος στα αίματα! Ξαφνικά ακούω το πολυβόλο
και μετά φωνές "Μάμα, Μάμα! Θεέ, Θεέ μου, Θεέ μου... Λίγο αργότερα άκουσα μεμονωμένους
πυροβολισμούς. Ήταν οι χαριστικές βολές. Αργότερα σιωπή και μετά τραγούδι καθώς
αυτοί φεύγανε. Εγώ φοβόμουν να κουνηθώ και δεν ήξερα ακόμη τι ακριβώς είχε
γίνει! Ούτε και τη δική μου κατάσταση γνώριζα. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες,
αλλά πραγματικά δεν καταλάβαινα αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός...Σύρθηκα και
κρύφτηκα μέσα στους θάμνους. Μετά από δυο ώρες πέρασαν κάποιοι αντάρτες έψαχναν ανάμεσα στα πτώματα
για επιζώντες. Ήρθαν και σ’ εμένα. Ανοιξα τα μάτια μου. Αισθανόμουν καλά και
ήθελα να φύγω. Ήμουν καλά από την άποψη ότι ήμουν ζωντανός, αλλά αισθανόμουν
υπεύθυνος για τον θάνατο και των 80 αντρών του πυροβολικού που διεύθυνα!
Βλέπεις, εγώ δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε και νόμιζα ότι, ότι (sic) συνέβη ήταν τιμωρία για εμάς, επειδή οι Γερμανοί είχαν μάθει ότι εγώ είχα
δώσει την διαταγή να χτυπήσουμε τα αποβατικά». Pampaloni,
1961:Ιόνιος Ηχώ 179-184. Η σφαίρα, του είχε προκαλέσει διαμπερές
τραύμα στο λαιμό, χωρίς να πειράξει την καρωτίδα ή άλλο ζωτικό όργανο.
Ο Pampaloni σε συνέντευξη του το 1991, αναφέρει ότι οι αντάρτες του έβαλαν φάρμακο στην
πληγή και του επέδεσαν πρόχειρα το τραύμα, αλλά έφυγαν γρήγορα όταν ένας
σύνδεσμος φώναξε «Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί!». Ξανακρύφτηκε στους θάμνους
και σε λίγο έφτασε μια φάλαγγα Γερμανών στρατιωτών, που προχωρούσε σε φάλαγγα
σε κατ’ άνδρα. Δεν τον είδαν και παρέμεινε κρυμμένος. Σε λίγο πέρασε από εκεί
ένας ο νεαρός βοσκός Ντίνος Παπαναστασάτος (Κουτρούλης). Του έδωσε να πιεί
γάλα. Ο Pampaloni όλη την μέρα παρέμεινε κρυμμένος από τον φόβο των Γερμανών οι οποίοι
«χτένιζαν» την περιοχή αναζητώντας επιζώντες Ιταλούς. Την νύχτα προχώρησε προς
το χωριό Φαρακλάτα και χτύπησε την πόρτα στο πρώτο σπίτι που συνάντησε, του
Χρήστου Βαρδαμαράτου(Ρέμπελου). Εκεί άλλαξε τις μπότες και την στολή του με ένα
πουκάμισο, ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια. Την άλλη μέρα η γυναίκα του
χωρικού που ονομαζόταν Ειρήνη ανέλαβε να του δείξει το δρόμο για το στρατιωτικό
νοσοκομείο στο Αργοστόλι. Ενώ βάδιζαν λίγο έξω από το χωριό συνάντησαν την
νεαρή κόρη του παπά του χωριού Μαρίκα Κωνσταντάκη. Η Μαρίκα μέλος της ΕΠΟΝ και
του εφ.ΕΛΑΣ του είπε ότι είναι επικίνδυνο να πάει στο Αργοστόλι, γιατί οι Γερμανοί όποιον Ιταλό
συναντούν τον εκτελούν. Του πρότεινε να τον οδηγήσει στο σπίτι της. «Πάμε σπίτι
μου. Ο πατέρας μου είναι ο παπάς των Φαρακλάτων. Ο αδελφός μου (Άγγελος) είναι
αντάρτης. Εγώ είμαι αντάρτισσα. Πάμε στο σπίτι του πατέρα μου. Θα είσαι
καλύτερα εκεί. Θα βρούμε έναν πραχτικό, δηλαδή τον γιατρό του χωριού, και θα σε
κουράρει αυτός. Ελα σπίτι μου». Τελικά η Μαρίκα έπεισε τον Pampaloni γύρισαν πίσω στο σπίτι του παπά των Φαρακλάτων. (Schminck-Gustavus,1994:18-19).
Ο Pampaloni στάθηκε
για δεύτερη φορά τυχερός. Η επιμονή της νεαρής κόρης του παπά Διονύση να
μην πάει στο νοσοκομείο του Αργοστολιού τον γλύτωσε από βέβαιη εκτέλεση για
δεύτερη φορά. Όλη η οικογένεια του Κωνσταντάκη ήταν ολόψυχα
δοσμένη στην Αντίσταση. Εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί εκτέλεσαν όλους τους Ιταλούς αρρώστους και τραυματίες που βρήκαν
στο νοσοκομείο.
Ο
ιταλός λοχαγός νοσηλεύτηκε αρκετές μέρες στο σπίτι του παπά. Πρώτα στο υπόγειο
του σπιτιού και μετά σε μια καλύβα, λίγο ψηλότερα που κρυβόταν από τους
θάμνους. Όλο αυτό το διάστημα τον επισκεπτόταν ο πρακτικός γιατρός του χωριού Νίκος
Κοσμάτος και φρόντιζε για την νοσηλεία του. Την τροφοδοσία του τραυματία
λοχαγού έιχαν αναλάβει τα εγγόνια
του παπά Διονύση, Διονύσης και Βαγγελιώ, 9 και 10 χρονών αντίστοιχα, που
λόγω ηλικίας δεν κινούσαν υποψίες.
Όταν οι διοικητές των ανταρτών του ΕΛΑΣ έμαθαν ότι
ο Pampaloni
ζει,
έστειλαν δυο αντάρτες με σημείωμα στον Άγγελο Κωνσταντάκη, να παραδώσει τον
ιταλό λοχαγό για να τον οδηγήσουν στο
αρχηγείο των ανταρτών. Παρέμεινε μαζί τους λίγο καιρό και από εκεί
διεκπεραιώθηκε με καΐκι στην Στερεά Ελλάδα, μέσω Ιθάκης. (Schminck-Gustavus,1994:21). Πράγματι, ο Pampaloni σύντομα ενώθηκε με
τους αντάρτες του 2/39 Συντάγματος του
ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε μάχες εναντίον
των Γερμανών στην περιοχή της Αμφιλοχίας και του Αγρινίου. Τον Αύγουστο του
1944 επέστρεψε νικητής στο Αργοστόλι
μαζί με τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ Γεράσιμο Γρηγοράτο- Αστραπόγιαννο. Μαζί του τότε
είχε επιστρέψει και ο λοχαγός του 17ου Συντάγματος Πεζικού Pietro Bianchi, που είχε επιζήσει από τη σφαγή του 1943 στην
Κεφαλονιά. (Σακκάτος, 2002:193).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου