Η επίθεση αποφασίστηκε
Για την προετοιμασία του πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τον εκφοβισμό της Μ. Βρετανίας, πριν από 75 χρόνια εκδόθηκε η εντολή προς τη Βερμαχτ για την επίθεση κατά της Ελλάδας.
του Martin Seckendorf
Ο Γενικός Στρατάρχης Βάλτερ φον Μπράουχιτς (4ος από αριστερά), εδώ το Μάιο του 1941 μπροστά από την Ακρόπολη στην Αθήνα, βλέπει το σχέδιό του εκπληρωμένο: Εκτόπιση της Μ. Βρετανίας από τα Βαλκάνια ώστε ν΄ αποκτηθεί η ελευθερία κινήσεων προς την Ανατολή.
|
Μετά τις «νίκες-αστραπές» της Βέρμαχτ στη Δύση στις αρχές του καλοκαιριού του 1940, ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει σημαντικά προς όφελος του γερμανικού φασισμού. Το ναζιστικό Ράιχ κυριαρχούσε σε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης. Το Βερολίνο ξεκινούσε απ΄ το ότι τώρα θα «λυγίσει» και η Μ. Βρετανία και ότι είναι έτοιμη για έναν συμβιβασμό, η βάση του οποίου θα έπρεπε να είναι η αναγνώριση από το Λονδίνο της γερμανικής ηγεμονίας στην ήπειρο που αποκτήθηκε από τις επιθέσεις. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση έπρεπε να συμφωνήσει στη δημιουργία μιας μεγάλης γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας σε βάρος της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου. Ήδη, στις 25 Μαΐου 1940, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών στο Αρχηγείο Στρατού, Χάσο φον Έτσντορφ, ανέφερε στον επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού, Φραντς Χάλντερ, ότι η γερμανική ηγεσία επιδιώκει τη σύνδεση με το Λονδίνο για να επιτευχθεί μια συμφωνία «στη βάση του μοιράσματος του κόσμου».
Για τη γερμανική ηγεσία ο χρόνος πίεζε. Τον Ιούνη/Ιούλη του 1940 προέκυψε ένας δραματικός αναπροσανατολισμός της πολιτικής της. Η ηγεσία των Ναζί πήρε τη θέση για μια προετοιμασία ενός επιθετικού πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης που θα άρχιζε σύντομα. Τα επιδιωκόμενα σχέδια από όλα τα τμήματα της κυρίαρχης τάξης στη Γερμανία από τη δεκαετία του ’20, για καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και κατάκτηση μιας αυτοκρατορίας στην Ανατολή που θα έφθανε μέχρι τα Ουράλια, θα έπρεπε τώρα να γίνουν πράξη. Το καλοκαίρι του 1940 εμφανίστηκε στην ηγεσία του στρατού και των Ναζί ως η περίοδος που ήταν ευνοϊκή για να αρχίσουν σύντομα με την πραγματοποίηση [των στόχων τους]. Οι «νίκες-αστραπές» στην Πολωνία και στη Δύση είχαν βελτιώσει σημαντικά την υλική βάση για μια «εκστρατεία στην Ανατολή» και έδειξαν την «εξέχουσα» μαχητική δύναμη της Βέρμαχτ. Οι στρατιωτικές επιτυχίες οδήγησαν σε μια από τη σημερινή σκοπιά ανορθολογικά παρουσιαζόμενη υπερτίμηση των ιδίων δυνάμεων. Στις 25 Ιουνίου ο Χίτλερ εκφράστηκε απέναντι στον Αρχηγό της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ (OKW), Βίλχελμ Κάιτελ, [με τα λόγια]: «Τώρα έχουμε δείξει για τί πράγμα είμαστε ικανοί. Πιστέψτε με κύριε Κάιτελ, μια εκστρατεία κατά της Ρωσίας θα ήταν αντιθέτως απλά ένα παιχνίδι σε σκάμμα με άμμο».
Φόβος για έναν πόλεμο σε δυό μέτωπα
Τα επιχειρησιακά σχέδια για μια επίθεση στη Σοβιετική Ένωση άρχισαν τον Ιούνιο. Στις 31 Ιουλίου ο Χίτλερ ανακοίνωσε στους στρατηγούς την «απόφαση να αποτελειώσει τη Ρωσία». Ο Χάλντερ σημείωσε: «Αρχή της εκστρατείας: Μάιος 1941». Σ΄ αυτή τη συνάφεια η στάση της Μ. Βρετανίας και όλο και περισσότερο των ΗΠΑ ήταν σημαντική. Ο φόβος των κυριάρχων στη Γερμανία για έναν παρατεταμένο πόλεμο σε δυό μέτωπα όπως [αυτό συνέβη] μεταξύ 1914 και 1918 με όλες τις πολιτικές του αβεβαιότητες, ήταν βαθιά χαραγμένος [μέσα τους].
Στις αρχές Ιουνίου το Βερολίνο ξεκινούσε απ΄ το ότι σύντομα θα προκύψει μια συμφωνία με το Λονδίνο. Όπως είπε ο Χίτλερ στις 2 Ιουνίου στο αρχηγείο της Ομάδας Στρατού Α, «επιτέλους θα απελευθερωθούν τα χέρια μας» για το «μεγάλο βασικό καθήκον: την αντιπαράθεση με το μπολσεβικισμό». Οι Βρετανοί όμως, πίστευε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν την στρατιωτικά μάταιη κατάστασή τους. Η αποφασιστική όμως ομάδα της κυρίαρχης τάξης στη Μ. Βρετανία γύρω από τον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε ότι δεν θέλει να είναι ένας μικρός συνεταίρος του ναζιστικού καθεστώτος. Με την ελπίδα ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους Βρετανούς, ο Τσώρτσιλ εξέφρασε αρκετές φορές [τη θέση] ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί μέχρι τη νίκη.
Μετά απ΄ αυτό ο επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού Χάλντερ, σημείωσε στις 30 Ιουνίου στο ημερολόγιό του: «Η Αγγλία θα χρειαστεί μάλλον ακόμη μια επίδειξη της στρατιωτικής μας δύναμης προτού να υποχωρήσει, αφήνοντάς μας ελεύθερα τα μετόπισθεν για την Ανατολή». Ο Αρχηγός επίσης του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Άλφρεντ Γιοντλ, πίεζε για βιασύνη: «Η βούληση της Αγγλίας για αντίσταση πρέπει να κατασταλεί μέχρι την άνοιξη», έγραψε στα μέσα Αυγούστου.
Τον Ιούνιο / Ιούλιο του 1940 οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ανέπτυξαν ένα σύστημα κλιμάκωσης μέτρων, ώστε να αποδυναμώσουν την Αγγλία, να την απομονώσουν πολιτικά και να την εξαναγκάσουν σε μια συμφωνία με το ναζιστικό Ράιχ. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να καταπολεμηθεί πιο έντονα και να απειληθεί με εισβολή. Στόχος ήταν επίσης η σταδιακή επίθεση στην περιφέρεια της σφαίρας επιρροής της –στη Μεσόγειο, την Εγγύς Ανατολή καθώς και τη βόρεια και δυτική Αφρική. Εδώ θα έπρεπε να λάβει χώρα ένα είδος «πολέμων διά αντιπροσώπων» ενάντια στις βρετανικές θέσεις με καλυμμένη, γερμανική συμμετοχή μέσω των «συμμάχων», ιδιαίτερα της Ιταλίας.
Τον Ιούλιο του 1940 ξεκίνησε μια διπλωματική-προπαγανδιστική επίθεση για τη δημιουργία ενός ενωμένου «εχθρικού μετώπου ενάντια στην Αγγλία από το Βόρειο Ακρωτήριο [Νορβηγία] μέχρι το Μαρόκο», όπως σημείωσε ο Χάλντερ στις 13 Ιουλίου. Αυτή η ένωση θα έπρεπε να διευρυνθεί με τη Φινλανδία, την Ιταλία και άλλα ουδέτερα κράτη μέχρι το Τόκιο σε ένα ευρασιατικό μπλοκ. Σκοπός ήταν να γνωστοποιηθεί έτσι στην Αγγλία και στα άλλα κράτη που ήταν ακόμη ουδέτερα, ότι πολιτικά βρίσκονται επίσης σε μια κατάσταση χωρίς προοπτική και ότι το καλύτερο θα ήταν μια σύνδεσή τους σ΄ αυτό τον «γιγάντιο» συνασπισμό.
Η Αθήνα εκβιάζεται
Σε σχέση με αυτές τις προσπάθειες του Βερολίνου, το καλοκαίρι του 1940 η ουδέτερη Ελλάδα, εξαιτίας ιδιαίτερα της γεωγραφικής της θέσης και της παραδοσιακά ισχυρής βρετανικής επιρροής στην Αθήνα, μπήκε στο στόχαστρο της γερμανικής πολιτικής. Η Ελλάδα ως σύμμαχος των Ναζί θα πρόσφερε τη δυνατότητα για την εκδίωξη των Βρετανών από την ανατολική Μεσόγειο, στον έλεγχο των προσβάσεων προς τον Εύξεινο Πόντο καθώς και στην απόκτηση επιρροής στη βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή. Επιπλέον, έτσι θα μπορούσε να αποτραπεί μια αναμενόμενη απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη όπως αυτές των επιχειρήσεων της Αντάντ το 1915.
Αρχικά έγινε προσπάθεια να πειστούν οι Έλληνες με «ειρηνικά» μέσα και πιστευόταν ότι για αυτό υπάρχουν αποτελεσματικά επιχειρήματα. Στην Αθήνα κυριαρχούσε ένα «συγγενικό» μοναρχο-φασιστικό καθεστώς. Επιπλέον, η Γερμανία ήταν ο πιο σημαντικός αγοραστής προϊόντων της χρονίως πάσχουσας από κρίση ελληνικής γεωργικής οικονομίας. Η καθοριστική συνάντηση έλαβε χώρα στις 13 Αυγούστου 1940 ανάμεσα στο γερμανό απεσταλμένο στην Αθήνα, Βίκτωρ φον Έρμπαχ και τον έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Εκείνες τις ημέρες πλήθαιναν οι ιταλικές πολεμικές απειλές κατά της Ελλάδας. Ο Έρμπαχ εκμεταλλεύτηκε τις προκλήσεις του συμμάχου της Γερμανίας για εκβιασμό. Ο «σοβαρός κίνδυνος για την Ελλάδα», κατά τον απεσταλμένο, μπορεί να αποτραπεί μόνο όταν προκύψει ένας «νέος προσανατολισμός της συνολικής εξωτερικής πολιτικής» προς τις φασιστικές δυνάμεις του Άξονα. Ο «συνεχιζόμενος πολιτικός ελιγμός ανάμεσα στα δυό αντίπαλα στρατόπεδα», κατά τον απεσταλμένο, θα έχει επικίνδυνες συνέπειες για την Ελλάδα και θα επιδράσει άκρως μειονεκτικά για τη χώρα κατά την προβλεφθείσα φασιστική νέα τάξη της Ευρώπης. Ο Μεταξάς απάντησε ότι δεν μπορεί να αποκλίνει από την ουδέτερη γραμμή, «επειδή η Αγγλία (…) εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ανατολική Μεσόγειο». Παρά την άρνηση αυτή η γερμανική ηγεσία πίστευε μέχρι και τον Οκτώβρη ότι θα είναι σε θέση να καταφέρει μια αλλαγή στάσης της Ελλάδας με «ειρηνικά» μέσα.
Ο πόλεμος στα Βαλκάνια εξαπλώνεται
Η προσγείωση επίσης των αλεξιπτωτιστών της Βέρμαχτ στη Κρήτη είχε σκοπό να αποδυναμώσει τη Μ. Βρετανία. Οι Ναζί σκόπευαν από κει να διεξάγουν έναν εναέριο πόλεμο ενάντια στον ανταγωνιστή τους στη Μεσόγειο (Λήψη φωτογραφίας το Μάιο του 1941).
|
Παράλληλα με τις «ειρηνικές» προσπάθειες να μπει η Ελλάδα στο φασιστικό συνασπισμό, στην ηγεσία της Βέρμαχτ συζητούνταν στρατιωτικά σχέδια ενάντια στην Ελλάδα. Εδώ επρόκειτο για την επέκταση της ιταλικής επίθεσης κατά της Αιγύπτου, που άρχισε το Σεπτέμβριο του 1940 κάτω από γερμανική πίεση, σε έναν τεράστιο επιθετικό κλοιό ενάντια στην Εγγύς Ανατολή. Τα γερμανικά στρατεύματα θα έπρεπε να προχωρήσουν από το βορρά μέσω Συρίας / Παλαιστίνης προς το νότο και να ενωθούν στην Χάιφα με τις δυνάμεις που έρχονταν από τη Λιβύη και προχωρούσαν προς την Αίγυπτο. Εδώ προβλεπόταν αρχικά η «απόκτηση» της Κρήτης, αργότερα και της ελληνικής ξηράς ως βάση εφόρμησης και ανεφοδιασμού, όπως ανέφερε ο Άντολφ Χόισινγκερ από το Γενικό Επιτελείο Στρατού σε μια σύσκεψη [για την εκτίμηση] της κατάστασης στις 25 Οκτωβρίου 1940. Στις 26 Οκτωβρίου ο Χάλντερ έγραψε σχετικά με την έκθεση-Χόισινγκερ: «Ίσως σ΄ έναν τέτοιο ειρμό σκέψεων να ταιριάζει ένας στρατιωτικός εξαναγκασμός της Ιταλίας στην Ελλάδα». Ήδη στις 24 Οκτωβρίου ο Χίτλερ είχε πει, «ότι ο πόλεμος στην ανατολική Μεσόγειο θα οδηγήσει σε γρήγορες επιτυχίες, αν κατέχει κανείς την Κρήτη».
Από τις αρχές Οκτωβρίου 1940, η συνολική πολιτική για τα Βαλκάνια οδηγούσε σε πόλεμο. Τα γερμανικά στρατεύματα από τις 12 Οκτωβρίου εισέβαλλαν στη Ρουμανία. Θα έπρεπε να εξασφαλίσουν στη Ρουμανία τα σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου, που ήταν η πιο σημαντική πρώτη ύλη για τη γερμανική οικονομία. Το 1940 πάνω από το 96% των γερμανικών εισαγωγών πετρελαίου προέρχονταν από αυτή την περιοχή. Επίσημα, η Βέρμαχτ καλέστηκε στη χώρα από το φιλο-φασιστικό καθεστώς του Ίον Αντονέσκου ως «διδακτικό στράτευμα». Στη πραγματικότητα η εισβολή αποτελούσε απλά την έναρξη μιας προσωρινής συγκεκαλυμμένης κατοχής.
Αυτό το τέχνασμα οδήγησε σε σοβαρές εντάσεις μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας. Ήδη στις 30 Αυγούστου η Ρώμη και το Βερολίνο είχαν εγγυηθεί την υπόσταση της χώρας σε μια απόφαση διαιτησίας που επιβλήθηκε στους Ρουμάνους. Στις 27 Σεπτεμβρίου διαβεβαίωσαν (μαζί με την Ιαπωνία) στο Τριμερές Σύμφωνο τη φιλία τους. Την εισβολή όμως στη Ρουμανία οι ηγέτες της εγγυήτριας δύναμης Ιταλίας την πληροφορήθηκαν από τις εφημερίδες. Επιπλέον, η γερμανική επέκταση πραγματοποιήθηκε σε μια περιοχή η οποία είχε αναγνωριστεί από τους Ναζί στους Ιταλούς ως δική τους σφαίρα επιρροής. Η γερμανική ενέργεια ενάντια στη Ρουμανία ήταν μια βαριά ταπείνωση για τους φασίστες του Μουσολίνι. Για να επιβεβαιώσει αυτός τις αξιώσεις του στα Βαλκάνια, η Ρώμη άρχισε στις 28 Οκτωβρίου επίθεση κατά της Ελλάδας από την Αλβανία.
Η επίθεση του Μουσολίνι αποτυγχάνει
Οι γερμανικές αρχές είχαν πληροφορηθεί λεπτομερώς για τα ιταλικά σχέδια˙ δεν υπήρξε όμως επίσημη ενημέρωση προς τη ναζιστική κυβέρνηση. Ωστόσο η ηγεσία της Βέρμαχτ ξεκινούσε απ΄ το γεγονός ότι ο Χίτλερ κατά τη συνάντησή του με τον Μπενίτο Μουσολίνι στις 4 Οκτωβρίου, έδωσε στους Ιταλούς μια εν λευκώ εξουσιοδότηση για τις φιλοδοξίες τους αναφορικά με την Ελλάδα. Αυτό συμπίπτει με τις ιδιωτικές σημειώσεις του γαμπρού του Μουσολίνι, του ιταλού υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, σχετικά με τη συνομιλία των δυό δικτατόρων. Εκεί αναφέρεται ότι οι Γερμανοί δίνουν «μεγαλύτερη σημασία στο χώρο της Μεσογείου, και αυτό είναι καλό για μας», δηλαδή για την ιταλική επεκτατική πολιτική σ΄ αυτή την περιοχή.
Τέσσερις ημέρες πριν αρχίσει η ιταλική επίθεση, ο Αναπληρωτής Επικεφαλής του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Βάλτερ Βάρλιμοντ, συνόψισε τη στάση του αναφορικά με την προβλεπόμενη ιταλική επίθεση. Στις 24 Οκτωβρίου αναφέρει: «Τα πλεονεκτήματα θα είναι μεγάλα αν η Ιταλία κατορθώσει να βάλει στο χέρι την Ελλάδα, αλλά θα υπάρξουν επίσης μεγάλα μειονεκτήματα αν αποτύχει εξαιτίας της ανεπαρκούς χρήσης δυνάμεων». Μια ημέρα αργότερα ο Γενικός Υπεύθυνος Διαμονής στην Ανώτατη Διοίκηση Στρατού, Έντουαρντ Βάγκνερ, σε μια σύσκεψη [για την εκτίμηση] της κατάστασης, περιέγραψε τα πλεονεκτήματα της κατοχής στην Κρήτη για τη γερμανική διεξαγωγή του πολέμου στη βόρεια Αφρική και την ανατολική Μεσόγειο.
Η επίθεση που άρχισε στις 28 Οκτωβρίου κατέληξε σε καταστροφή για τα ιταλικά στρατεύματα. Αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Ρώμης. Η γερμανική ηγεσία έβλεπε να επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις της και όλες οι ρατσιστικά αιτιολογημένες προκαταλήψεις ενάντια στο σύμμαχό της. Έγινε φανερό, όπως είχε δείξει ήδη και η αποτυχία της ιταλικής επίθεσης ενάντια στην Αίγυπτο η οποία άρχισε στις 12 Σεπτεμβρίου, ότι οι κλιμακούμενοι επεκτατικοί στόχοι του ιταλικού ιμπεριαλισμού και οι οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητές του, βρίσκονταν σε μια σοβαρή αναντιστοιχία. Η γερμανική ηγεσία σχολίαζε τις στρατιωτικές αποτυχίες με χαιρεκακία και χλευασμό. Η Ιταλία έπρεπε, αυτή ήταν η βασική ιδέα, να προσαρμόσει τους επεκτατικούς της στόχους, οι οποίοι συνέπιπταν με τις γερμανικές προθέσεις κυρίως στα Βαλκάνια, τη Γαλλία και την Εγγύς Ανατολή, με τις περιορισμένες της δυνατότητες. Ο Χίτλερ στις 5 Δεκεμβρίου 1940 δήλωσε στους ανώτατους αξιωματικούς της Βέρμαχτ: «Η δυσάρεστη κατάσταση στην Αλβανία έχει και τα πλεονεκτήματά της (…) Η αποτυχία επιδρά ως υγιής περιορισμός των ιταλικών αξιώσεων στα φυσικά όρια της ιταλικής δύναμης».
Από τότε που έγινε η επίθεση αυτή κατά της Ελλάδας, η Ιταλία από σύμμαχος της Γερμανίας υποβαθμίστηκε σε υποτελή. Στις πιο σημαντικές συνέπειες για τους Ναζί της ιταλικής καταστροφής στα ελληνο-αλβανικά σύνορα ανήκε, το ότι η διάρκεια και η έκβαση του πολέμου δεν μπορούσαν πλέον να προβλεφτούν, κάτι που ήταν σημαντικό για τις γερμανικές προετοιμασίες της επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Σ΄ αυτό προστέθηκε ότι η Μ. Βρετανία άρχισε να τηρεί την υπόσχεσή της του 1939 –πολύ διστακτικά και όσον αφορά τις δυνάμεις εντελώς ανεπαρκώς. Για την υποστήριξη των ελληνικών στρατευμάτων κατά των Ιταλών, οι Βρετανοί μετέφεραν από τις 4 Νοεμβρίου χερσαίες και εναέριες δυνάμεις προς την Ελλάδα. Έτσι όμως τα κοιτάσματα πετρελαίου της Ρουμανίας βρίσκονταν στο πεδίο πυρός της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Η βρετανική επιρροή στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο είχε αυξηθεί.
Εγκλήματα κατά της ειρήνης
Από τις αρχές Νοεμβρίου η Βέρμαχτ αποφάσισε προετοιμασίες, «ώστε σε περίπτωση ανάγκης, εφορμώντας από τη Βουλγαρία, να θέσει υπό κατοχή την ελληνική ηπειρωτική χώρα βόρεια του Αιγαίου», όπως αναφερόταν σε μια διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ της 12ης Νοεμβρίου. Τα στρατιωτικά μέτρα των Γερμανών δεν πέρασαν απαρατήρητα από τους Βρετανούς. Αυτοί μετέφεραν επιπλέον στρατεύματα προς την Ελλάδα, όχι πλέον μόνο για την υποστήριξη ενάντια στην ιταλική επίθεση, αλλά όλο και περισσότερο για την προστασία των βόρειων συνόρων της χώρας από πιθανές επιθέσεις της Βέρμαχτ.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ αποφάσισε να επιτεθεί από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941 με περίπου 24 μεραρχίες και ισχυρές μονάδες της αεροπορίας –χωρίς τη συμμετοχή των ιταλικών στρατευμάτων- και να την υποτάξει μ΄ έναν κεραυνοβόλο πόλεμο. Η επίθεση έφερε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα». Η εκστρατεία θα έπρεπε να αρχίσει το Μάρτιο και να διαρκέσει περίπου τέσσερις βδομάδες. Έτσι θα μπορούσε, σύμφωνα με την πιθανολογία της ναζιστικής ηγεσίας, η μάζα των στρατευμάτων που θα χρησιμοποιούνταν, να ενταχθεί έγκαιρα στη παράταξη για την επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε σχεδιαστεί για τα τέλη Μαΐου του 1941. Σε μια σύσκεψη με τους ανώτατους αξιωματικούς της Βέρμαχτ στις 5 Δεκεμβρίου 1940, ο Χίτλερ τόνισε: «Η επιχείρηση “Μαρίτα” (…) δεν σημαίνει απώλειες για τα υπόλοιπα σχέδιά μας». Η βασική εντολή για επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, η «Εντολή Αρ. 21 “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα”, εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1941 –πέντε μόνο ημέρες μετά την έκδοση της «Εντολής Μαρίτα».
Με την υποδούλωση της Ελλάδας ήθελαν, όπως αναφέρθηκε σε μια μετέπειτα εντολή της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, «να εκδιωχθούν οι Άγγλοι από τα Βαλκάνια και να διευρύνουν τις βάσεις για τη χρήση των γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο». Για την Κρήτη αναφέρθηκε ότι η κατοχή του νησιού είναι σημαντική επειδή έχει ιδιαίτερη σημασία «ως βάση για τη διεξαγωγή του εναέριου πολέμου ενάντια στην Αγγλία στην ανατολική Μεσόγειο».
Η απρόκλητη επίθεση ήταν, σύμφωνα με τα κριτήρια του Διεθνούς Στρατοδικείου κατά των γερμανών εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη το 1946, ένα έγκλημα κατά της ειρήνης, μια βαριά εγκληματική πράξη κατά της συμβίωσης των λαών. Αποτέλεσε προϋπόθεση και ουσιαστική αιτία για όλες τις άλλες, φορτώνοντας στους Έλληνες τεράστια βάρη, προκαλώντας μεγάλο πόνο. Στην αστική ιστοριογραφία αντιθέτως, μέχρι σήμερα διαδίδεται ο θρύλος ότι ο γερμανικός φασισμός επιτέθηκε στην Ελλάδα απλά για να υποστηρίξει με «τυφλή πίστη» τους ιταλούς συμμάχους του. Μ΄ αυτό τον τρόπο η επίθεση εμφανίζεται με μια σαφώς πιο ήπια μορφή. Για τους Ναζί όμως δεν επρόκειτο για μια «ανιδιοτελή» βοήθεια προς το σύμμαχο. Η χιτλερική Γερμανία ήθελε πριν ξεκινήσει την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης να έχει τελειώσει με την εκστρατεία κατά της Ελλάδας, κατακτώντας μια πολύπλευρα χρησιμοποιούμενη στρατιωτική βάση σε ευνοϊκή τοποθεσία. Αυτή θα έπρεπε να προστατεύσει το ρουμανικό πετρέλαιο και τη νότια πλευρά της [στρατιωτικής] παράταξης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση από επιθέσεις της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Από την Ελλάδα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν επιθετικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στην ανατολική Μεσόγειο, τη βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή σε σχέση με τα σχέδια για μια ενισχυμένη καταπολέμηση της Αγγλίας και στην περιφέρεια της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Για να διασφαλιστεί η επίθεση πολιτικά, το Βερολίνο προσπάθησε να προσδέσει ακόμη πιο δυνατά στο ναζιστικό καθεστώς τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία και να χρησιμοποιήσει τα εδάφη τους ως περιοχή [στρατιωτικής] παράταξης. Η Βουλγαρία προσχώρησε την 1η Μαρτίου και η Γιουγκοσλαβία την 25η Μαρτίου 1941 στο Τριμερές Σύμφωνο όπου κυριαρχούσε η χιτλερική Γερμανία. Ήδη δυό ημέρες μετά την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας, ένα αντιφασιστικό κίνημα με βρετανική υποστήριξη έδιωξε από την εξουσία το «φιλο-γερμανικό» υπουργικό συμβούλιο στο Βελιγράδι. Αυτό για τους Ναζί αποτέλεσε αφορμή για να επιτεθεί ταυτόχρονα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.
Την Κυριακή των Βαΐων στις 6 Απριλίου 1941, ξεκίνησε από τη Βουλγαρία η γερμανική επίθεση. Οι επιχειρήσεις προχωρούσαν σύμφωνα με τις αντιλήψεις της Βέρμαχτ περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στις 9 Απριλίου έπεσε η Θεσσαλονίκη, στις 27 κατακτήθηκε η Αθήνα. Το νησί Κρήτη έπεσε το Μάιο στα γερμανικά χέρια. Στις 3 Μαΐου 1941 η Βέρμαχτ διοργάνωσε στην Αθήνα μια πομπώδη παρέλαση νίκης. Το επόμενο στρατιωτικό σόου θριάμβου αυτού του είδους είχε σχεδιαστεί για το τέλος του έτους στη Μόσχα. Ο τεράστιος σε θυσίες αγώνας του Κόκκινου Στρατού φρόντισε, ώστε όχι μόνο να ματαιωθεί η παρέλαση, αλλά στη μάχη της Μόσχας το Δεκέμβριο του 1941 να αρχίσει η αλλαγή πορείας του πολέμου. Η Ελλάδα για περισσότερα από τρία χρόνια βυθίστηκε στο σκοτάδι ενός ιδιαίτερα κτηνώδους κατοχικού καθεστώτος.
Μέχρι σήμερα κανένας στρατιώτης, δημόσιος υπάλληλος ή αστυνομικός δεν καταδικάστηκε από γερμανικό δικαστήριο για τα εγκλήματα κατά του ελληνικού λαού. Τα θύματα της γερμανικής τρομοκρατίας κατά την περίοδο της κατοχής περιμένουν ακόμη για μια εύλογη αποζημίωση. Ακόμη και οι συνομιλίες σχετικά με τις επανορθώσεις και τις ατομικές αποζημιώσεις απορρίπτονται από τη γερμανική κυβέρνηση.
Ο Δρ. Martin Seckendorf είναι ιστορικός και μέλος της Εταιρείας του Βερολίνου για την Έρευνα του Φασισμού και των Παγκοσμίων Πολέμων.
Πηγή: junge Welt, 14/12/2015
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου