H Tέχνη στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση

O ΠOΛEMOΣ TOY '40 αποδέσμευσε τεράστιες λαϊκές δυνάμεις. O αγώνας απέκτησε καθολικό χαρακτήρα, οι μαχητές προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Kοντά τους οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες ανέπτυξαν πολύπλευρη δράση, διαδραμάτισαν καθοδηγητικό ρόλο, βρέθηκαν όλοι σχεδόν στην πρώτη γραμμή. Πολλές από τις εικαστικές μαρτυρίες εκείνης της εποχής -προκηρύξεις κι αφίσες κυρίως- χάθηκαν. Eλάχιστες έγιναν γνωστές στο εξωτερικό. O,τι, όμως, διασώθηκε και εκτέθηκε, εντυπωσίασε. Oχι μόνο λόγω της ποιότητας αλλά και για την πολυάριθμη συμμετοχή καλλιτεχνών. Oταν μετά την Kατοχή ομάδα ξένων δημοσιογράφων ήρθε στην aθήνα και ζήτησε να δει αυτές τις εικαστικές μαρτυρίες, σπουδαία χαρακτικά όλες τους, έμεινε έκπληκτη. Oπου κι αν είχαν ταξιδέψει, δεν είχαν συναντήσει παρόμοια αντιστασιακή δραστηριότητα. Kαι πάλι, είχαν δει μόνο ένα ελάχιστο δείγμα!

Τον Σεπτέμβριο του 1941, με την ίδρυση του ΕΑΜ, ιδρύεται και το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, με πυρήνα μέλη της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών που έπαιρναν συσσίτιο σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Eνα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1942, η αγωνίστρια Ηλέκτρα Αποστόλου (1912 - 1944), δυναμικό μέλος του ΕΑΜ, συσπείρωσε στο ξύλινο καφενείο του Ζαππείου μεγάλη ομάδα χαρακτών, μελών του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, ως καλλιτεχνικό συνεργείο για τις ανάγκες της προπαγάνδας: τις προκηρύξεις, τις αφίσες και τα συνθήματα· όλα χαρακτικά σε ξύλο και λινόλαιο.

Λευκώματα - Mαρτυρίες

Tα χρόνια που ακολούθησαν κυκλοφόρησαν πολλά λευκώματα. aλλα χάθηκαν, ενώ εκείνα που διασώθηκαν και ανατυπώθηκαν αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες, όχι μόνο μιας στρατευμένης τέχνης, αλλά και του αγώνα ενός ολόκληρου λαού. Γιατί, αυτό ακριβώς εικονογραφούν: σκηνές από την αντίσταση μιας Eλλάδας που αρχικά αγωνίστηκε εναντίον του φασισμού και αργότερα εμπλέχθηκε σε εμφύλια διαμάχη.

Στις 25 Μαρτίου 1943, στην επέτειο της Εθνεγερσίας, γεννήθηκε το πρώτο αντιστασιακό λεύκωμα, «Από τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού» (έκδοση ΕΛΑΣ - ΕΑΜ). Περιελάμβανε χειρόγραφα κείμενα δημοτικών τραγουδιών, ποιήματα του Ρήγα Βελεστινλή και του Διονυσίου Σολωμού, διακοσμημένα με πρωτογράμματα και με υποσέλιδα (έγχρωμες ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο) και με οκτώ ασπρόμαυρες ξυλογραφίες, πάλι σε όρθιο ξύλο, των Γιώργου Βελισσαρίδη -που έγραψε τα κείμενα και φιλοτέχνησε τα διακοσμητικά-, Α. Τάσσου, Βάσως Κατράκη και Λουκίας Μαγγιώρου. Το λεύκωμα επανεκδόθηκε το 1988, σε δύο χιλιάδες αριθμημένα αντίτυπα, από την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος».

Γιάννη Στεφανίδη, «Φοιτητική διαδήλωση στην Kατοχή», εικονογράφηση (λινόλεουμ), από το μυθιστόρημα «Πέτρα κυλισάμενη» (1998). Tο 2003 εκδόθηκε, από τον ίδιο, λεύκωμα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με τη δουλειά του στη ζωγραφική, τη χαρακτική, τις εικονογραφήσεις, τα εξώφυλλα, τα σατιρικά σχέδια, τα πολιτικά σκίτσα του και άλλα.
aπό το δεύτερο λεύκωμα, που εκδόθηκε επίσης το 1943 από την ΕΠΟΝ, δεν σώθηκε κανένα αντίτυπο. Είχε τίτλο «Τα Νιάτα στον Αγώνα» και περιείχε ξυλογραφίες των Α. Τάσσου, Βάσως Κατράκη, Λουκίας Μαγγιώρου και Γιώργου Βελισσαρίδη, με σκηνές από τους αγώνες της ΕΠΟΝ σε όλη την Ελλάδα.

Tην ίδια τύχη είχε και το τρίτο λεύκωμα. Δεν διασώθηκε κανένα αντίτυπό του. Eτοιμάστηκε στο εργαστήριο της οδού Καπλανών 4 από την ομάδα του Γιάννη Στεφανίδη. Το περιεχόμενό του ήταν οκτώ ξυλογραφίες σε σχέδια της ζωγράφου και χαράκτριας Μαρίας Ράμφου που τυπώθηκαν τσιγκογραφικά.

Tο τέταρτο αντιστασιακό λεύκωμα τυπώθηκε στις 25 Μαρτίου του 1945 από την «Ομάδα των Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών της Εθνικής Αντίστασης», με τίτλο «Για τη Χιλιάκριβη τη Λευτεριά» (έκδοση «Ο Ρήγας»). Περιελάμβανε κείμενα Ελλήνων λογοτεχνών, εικονογραφημένα με επτά ξυλογραφίες, σε όρθιο ξύλο, των Γιώργου Βελισσαρίδη -χάραξε και την ξυλογραφία του εξωφύλλου-, Α. Τάσσου και Λουκίας Μαγγιώρου.

Tο πέμπτο λεύκωμα εκδόθηκε την πρωτομαγιά του 1945, επέτειο της εκτέλεσης διακοσίων πατριωτών από τους κατακτητές. Tυπώθηκε από την ίδια ομάδα καλλιτεχνών και λογοτεχνών της Eθνικής aντίστασης, με τίτλο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς» (έκδοση «Ο Ρήγας»). Περιείχε δέκα ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο, των Αλέξανδρου Κορογιαννάκη, Γιώργου Βελισσαρίδη, Α. Τάσσου -που χάραξε και την ξυλογραφία του εξωφύλλου-, Βάσως Κατράκη, Λουκίας Μαγγιώρου και Γιώργου Μανουσάκη.

Eκτο λεύκωμα δεν έκανε η ομάδα, μολονότι στο οπισθόφυλλο του «Θυσιαστηρίου της Λευτεριάς» αναγγελλόταν η έκδοση ενός ακόμα, αφιερωμένου στους αγώνες του λαού της Αθήνας τον καιρό της σκλαβιάς.

Το 1946, ο Δημήτρης Μεγαλίδης δημιούργησε το «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ - ΕΛΑΣ 1941-1945», που εκδόθηκε σε τριακόσια αντίτυπα και ανατυπώθηκε συμπληρωμένο στο δεύτερο μέρος του το 1964. Το περιεχόμενό του είναι λιθογραφημένα σχέδια καπετάνιων και ανταρτών, πολύτιμο ιστορικό σύνολο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.

Το καλοκαίρι του 1949, ο Γάλλος ποιητής Πολ Eλυάρ, συνοδευόμενος από τον Iβ Φαρζ και τον aνρί Mπασί, δάσκαλο και μεταφραστή -με τη βοήθεια της Μέλπως Αξιώτη- αρκετών δημοτικών τραγουδιών στα γαλλικά, βρισκόταν άρρωστος βαριά στον Γράμμο, στο μέτωπο των επιχειρήσεων. Αποστολή του, να φέρει στους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού αδερφικό χαιρετισμό και την αλληλεγγύη του γαλλικού λαού. Με την επιστροφή του στο Παρίσι, ο Eλυάρ είχε συνθέσει έξι ποιήματα που εκδόθηκαν σε λεύκωμα (GrŽce, ma rose de raison) με απόδοσή τους στα ελληνικά από την Ελένη Μπιμπίκου-Αντωνιάδη και έγχρωμες ξυλογραφίες, σε πλάγιο ξύλο, της Ζιζής Μακρή, συζύγου του Μέμου Μακρή. Το λεύκωμα επανεκδόθηκε, σε χίλια αριθμημένα αντίτυπα -τα εκατό υπογεγραμμένα από τη χαράκτρια σε κάθε εικόνα και τα εννιακόσια στον κολοφώνα-, το φθινόπωρο του 2000 («Ελληνικά Γράμματα»)· η αναπαραγωγή των ξυλογραφιών έγινε από το Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη.

Tο 1984, ο ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης Κώστας Τσάρας είχε επιλέξει αποσπάσματα έντεκα αντιστασιακών ποιημάτων, τα οποία εικονογράφησε με δώδεκα σχέδια. Το 1998, τα ποιήματα και δύο μπλοκ σχεδίων, εντοπισμένα από τη σύζυγό του Σολάνζ, συγκεντρώθηκαν σε συλλεκτικό λεύκωμα, τετρακοσίων αριθμημένων αντιτύπων, που υλοποιήθηκε στο Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη (έκδοση Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας «Αλέκος Κοντόπουλος»).

Καπράλος - Τάσσος

Ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος στην έκτη ενότητα της ανάγλυφης ζωφόρου για το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου, που δούλεψε στον γύψο από το 1940 έως το 1945, αποκλεισμένος στο χωριό του, το Παναιτώλιο (Μουσταφούλι) Αιτωλοακαρνανίας, έδωσε την Αντίσταση, με την ολόψυχη συμμετοχή του ελληνικού λαού. Η ζωφόρος, εμβατήριο και μαζί ραψωδία της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού, μεταφέρθηκε από τον γλύπτη σε πωρόλιθο, στην Αίγινα, τα χρόνια 1952 - 56. Σήμερα βρίσκεται στο περιστύλιο του ελληνικού Kοινοβουλίου.

Το Μάιο του 1964, στην γκαλερί «Ζυγός», ο Α. Τάσσος παρουσίασε μεγάλων διαστάσεων ασπρόμαυρες ξυλογραφίες του, σε πλάγιο ξύλο, με θέματα από τον Εμφύλιο Πόλεμο, ένα μνημόσυνο για τους χαμένους φίλους της νεότητάς του, που είχανε στηθεί στον τοίχο των εκτελεστικών αποσπασμάτων. Από τα έργα αυτά ξεχωρίζει ο «Εμφύλιος Πόλεμος», που χρονολογείται το 1961 και αποτελείται από τις ενότητες «Οι γυναίκες», «Ο νεκρός», «Οι άντρες».

Οικονομίδης - Κατσικογιάννης

Eνας ζωγράφος που έχει συνδεθεί με την ελληνική αντιστασιακή ζωγραφική είναι ο Δημήτρης Δημοσθ. Οικονομίδης. Γεννημένος στην Καρυά Ελασσόνας, έφυγε δεκαεφτάχρονος στη Λάρισα, όπου δούλεψε ως υπάλληλος ξενοδοχείου. Μετά ήρθε στην Αθήνα, φοίτησε σε νυχτερινή σχολή και παράλληλα πήρε μαθήματα επιπλοποιού. Το 1932, επέστρεψε στο χωριό του, δούλεψε ως επιπλοποιός και εντάχθηκε στην τοπική οργάνωση του ΚΚΕ. Tαυτόχρονα, άρχισε να επιδίδεται και στη ζωγραφική. Το 1940, εισάγεται τρίτος στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Mε την έκρηξη του πολέμου, στρατεύεται. Tο καλοκαίρι του 1942, επιστρέφει στο χωριό του, όπου μπαίνει στις τάξεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Σχεδιάζει, μάλιστα, το πρώτο σαμποτάζ κατά των Γερμανών στη γέφυρα της Σκοτίνας, τον Ιούλιο του 1941. Αφοσιώνεται στη φιλοτέχνηση προπαγανδιστικού υλικού εναντίον των Γερμανών. Τον Απρίλιο του 1943, οι ναζί καίνε το χωριό του. Καταφεύγει στον Oλυμπο, γλυτώνοντας τη σύλληψη - στο σπίτι του οι Γερμανοί είχαν εντοπίσει αφίσες με το όνομά του. Κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και υπηρετεί στην 1η Μεραρχία. Με την Απελευθέρωση, συνεχίζει την αντιστασιακή ζωγραφική για την τοπική οργάνωση του ΚΚΕ. Από το 1944 έως το 1947, συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική, στερούμενος πολλά και εργαζόμενος σκληρά.

Συμπατριώτης του Οικονομίδη, ο αντιστασιακός γλύπτης και ζωγράφος Δημήτρης Κατσικογιάννης, με σπουδές και αυτός στην ΑΣΚΤ, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Τον Μάιο του 1949, συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Αλικαρνασσού και των Τρικάλων. Κρατούμενος επί χρόνια, δεν έπαψε να ζωγραφίζει και να φιλοτεχνεί προπλάσματα γλυπτών. Oσα δεν κατέστρεφαν τότε οι δεσμοφύλακες και οι βασανιστές του μέχρι το 1961 που αποφυλακίστηκε, τα φυγάδευε κρυφά στην Αθήνα.

Xρίστος Δαγκλής

O ζωγράφος και χαράκτης Χρίστος Δαγκλής, γεννημένος στα Γιάννενα, με σπουδές και αυτός στην ΑΣΚΤ από το 1937, το 1940 ήταν μέλος της ομάδας του Εργαστηρίου Χαρακτικής του δασκάλου του Γιάννη Κεφαλληνού, για τη φιλοτέχνηση πολεμικών αφισών. Τον Μάιο του 1944, συνελήφθη και κρατήθηκε στο Γουδί, στον θάλαμο μελλοθανάτων, για τρεις μήνες, έως την Απελευθέρωση. Eνα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1946, συνελήφθη πάλι και εκτοπίστηκε. Στους πνιγηρούς τόπους εξορίας έζησε έως το 1956. Η συμβολή του στάθηκε καθοριστική στο θέατρο της εξορίας: δούλεψε για σκηνικά και κοστούμια πολλών θεατρικών έργων. aφησε επίσης σχέδια με μελάνι και υδατογραφίες προσωπογραφιών και στιγμιότυπων με συντρόφους του από τον Μούδρο Λήμνου, τη Μακρόνησο και τον aϊ-Στράτη.

Στεφανίδης - Φαρσακίδης

Ο ζωγράφος, χαράκτης και εικονογράφος Γιάννης Στεφανίδης είναι γνωστός ως ο ζωγράφος της Αντίστασης. Γεννημένος στη Ρωσία, σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωστή Παρθένη. Στην Κατοχή χάραξε παράνομα σχέδια· δικό του είναι το σήμα της ΕΠΟΝ. Αργότερα έκανε πολιτικά σκίτσα σε εφημερίδες και μετά ζωγράφισε στους τόπους εξορίας. Στο μυθιστόρημά του «Πέτρα κυλισάμενη», που εκδόθηκε το 1998 («Σίγμα») με 37 λινόλαιά του, (βραβεύτηκε το 1999 στην Αθήνα και με ειδικό βραβείο το 2000 στην Μπιενάλε Χαρακτικής στο Κινγκντάο Κίνας), δίνει την aντίσταση στην Αθήνα.

Eχοντας γεννηθεί επίσης στη Ρωσία, στην Οδησσό, ο Γιώργος Φαρσακίδης κατατάχθηκε δεκαεφτάχρονος στην ΕΠΟΝ και το 1944 στο Β΄ Τάγμα του 31ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στη Χαλκιδική. Κατόρθωσε να απαθανατίσει τις μάχες στις οποίες λάβαινε μέρος, καθώς πάντα αποτύπωνε επί τόπου στο χαρτί που κουβαλούσε στην τσάντα του τις δραματικές στιγμές τους. Oταν τον Αύγουστο του 1944 περικύκλωσε την ομάδα του τάγμα βουλγαρικού στρατού, πέταξε σε μια χαράδρα την τσάντα του με τα σχέδια για να μπορέσει να ξεφύγει. Κατόπιν, τραυματίστηκε και στα δύο χέρια σε μάχη με Γερμανούς, κινδυνεύοντας να χάσει τη δυνατότητα να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει. Μετά την Απελευθέρωση, έζησε εξόριστος δεκαέξι χρόνια στη Μακρόνησο και τον aϊ-Στράτη -εδώ μαθήτευσε στη χαρακτική κοντά στο Χρίστο Δαγκλή-, όπου δημιούργησε σκίτσα με τα βασανιστήρια και τις ταλαιπωρίες των κρατουμένων, τα οποία περιέλαβε στο λεύκωμα «Μακρόνησος ΑΕΤΟ - ΕΣΑΙ 1949 - 1950» (1965). Τον Φεβρουάριο του 1988, είδε έκπληκτος στον «Ριζοσπάστη» σκίτσα του από εκείνα που ήταν στη χαμένη τσάντα του. Eμαθε ότι κάποιος Βούλγαρος στρατιώτης είχε βρει την τσάντα, εκτίμησε τα σκίτσα και τα παρέδωσε στη Λέσχη Ελλήνων Προσφύγων της Σόφιας, παρακαλώντας να δημοσιευτούν προκειμένου να εντοπιστεί, αν ζούσε, ο καλλιτέχνης...

ΔHMHTPHΣ ΠΑYΛOΠOYΛOΣ
Ιστορικός Τέχνης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιχείρηση Γοργοπόταμος: Μύθοι και αλήθειες...

18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή