Οι «αμαζόνες» της Θεσσαλίας
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Οι «αμαζόνες» της Θεσσαλίας
Γυναίκες της Ελλάδας. Εγραψαν τη δική τους ιστορία μέσα στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αποτελούσαν το 30% της δύναμής του. Μαχήτριες, που δεν υστερούσαν καθόλου σε ικανότητα και αυταπάρνηση στον ένοπλο αγώνα από τους άνδρες μαχητές, σ' όλα τα μετερίζια, σαν ίσος προς ίσο. Γυναίκες, που δικαιωματικά τους ανήκει μια περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ηρωίδων του λαϊκο-δημοκρατικού αγώνα και της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας. Ενα κεφάλαιο της μεγάλης ιστορίας των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα όλου του κόσμου.
«Να με θυμάσαι...»
Μιλά η Ελένη Κατσή - Παχή, που γεννήθηκε στη Δράνιστα της Καρδίτσας. (Η μαρτυρία της καταγράφεται στο βιβλίο «Ανιχνευτές της Ιστορίας» της Βάγιας Παπακόγκου). Η Ελένη Κατσή ήταν ΕΠΟΝίτισσα και αξιωματικός του ΔΣΕ.
«Την έκταση της σκληρότητας των άνισων αυτών μαχών την ένιωσα κι εγώ απ' την πρώτη μέρα που ήρθα στο τμήμα μου. Στις γυμνές κορφές Λυκοκρεμάς, που είχαμε διάταξη, το σίδερο και η φωτιά, που καθημερινά έστελνε η πολεμική μηχανή του αντιπάλου στις ανοχύρωτες θέσεις μας, δημιουργούσε μια εικόνα, που ξεπερνούσε τη γνωστή έννοια της κόλασης. Τα βαριά του όπλα, πυροβολικό, όλμοι, αδιάκοπα στέλνουν οβίδες, ενώ απ' τον αέρα με την ίδια ένταση και χωρίς καμιά ανάπαυλα ρίχνουν βόμβες, ρουκέτες, βαρέλια με βενζίνη, τα οποία με το σκάσιμο τους στη γη αναφλέγονται και σκορπούν τη φλόγα παντού. Φωτιά έπαιρναν και τα ρούχα των ανταρτών, όταν έπεφτε πάνω τους το εμπρηστικό αυτό υγρό...
Με τον ερχομό στο τμήμα μου αρχίζει ξανά με την πολυαγαπημένη μου χωριανή Παναγιώτα η παλιά φιλική και συντροφική συμπεριφορά. Παντού και πάντοτε αχώριστες. Μαζί κοιμόμασταν, πλυνόμασταν, τρώγαμε, δεχόμασταν το καυτό σίδερο του Τρούμαν, αντιμετωπίζαμε τις λυσσασμένες επιθέσεις του αντιπάλου. Πλησίαζε ένα ηλιοβασίλεμα, επικρατούσε μια σχετική ανάπαυλα στο μέτωπο, όταν αντιλήφθηκα στο κάτω μέρος του παντελονιού μου ένα μικρό σχίσιμο. Πήρα το βελόνι να το ράψω. Η Παναγιώτα δε μ' αφήνει. "Θα το ράψω εγώ, Λένη μου". Το έραψε με ιδιαίτερη προσοχή, που δε φαινόταν το σχίσιμο. Δεν ξεχνάω τα λόγια της "να με θυμάσαι", ήταν μια προαίσθηση, ένα σημάδι για τον αυριανό τελικό χωρισμό μας...
Ενα ολόκληρο χρόνο υπηρετούσαμε στο ίδιο τμήμα, μαζί μοιράζαμε τα πάντα, πίκρες και χαρές, ήμασταν κάτι παραπάνω από πραγματικές αδελφές, τόσο είχαμε συνηθίσει η μια την άλλη, που ούτε στιγμή δεν μπορούσαμε να χωριστούμε. Την κοιτούσα και δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από τη συγκίνηση που ένιωθα, δεν ήθελα να πιστέψω ότι δε θα ξαναδώ το στρογγυλό και πάντα χαρούμενο πρόσωπό της. Εφυγε, όμως, για πάντα, αυτή η 17χρονη κοπέλα, στο άνθος της ζωής της.
Τις βραδινές ώρες μαζί με τους άλλους μαχητές της ομάδας μας, κατασυγκινημένοι και με δάκρυα στα μάτια, τη θάψαμε. Εμένα και τότε δε μου έκανε καρδιά να φύγω από τον τάφο της. Συγκεντρώθηκα, έτρεξα πιο κάτω σε μια πράσινη πλαγιά, μάζεψα με τα χέρια μου αγριολούλουδα, τα έδεσα πρόχειρα, όπως μπόρεσα, κι όπως ήταν μουσκεμένα απ' τα δάκρυά μου τα έριξα πάνω στο φρεσκοσκαμμένο τάφο της. Μ' αυτά και την αποχαιρέτησα...».
Οι αμαζόνες του Ιππικού
Εξαιρετική ήταν η δράση των μαχητριών του θεσσαλικού Ιππικού. Πήραν μέρος σε πολλές και σκληρές μάχες και αναδείχτηκαν πραγματικά ηρωίδες στο σύνολό τους. Στο βιβλίο του «Μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού» (Εκδόσεις «Φιλίστωρ») ο Κώστας Γκριτζώνας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δράση τους:
«Οι "αμαζόνες" του ιππικού του ΔΣΕ - γράφει - πολεμούσαν δίπλα στους άντρες μαχητές, διατηρώντας αδελφικές συντροφικές σχέσεις μεταξύ τους, αντιμετωπίζοντας μαζί τις δυσκολίες του πολέμου και υποφέροντας αντάμα όλα τα δεινά που προέρχονταν απ' αυτόν.
Η Ελένη, λοιπόν, μου διηγήθηκε τα ακόλουθα:
«Οι αμαζόνες του ΔΣΕ ήταν περήφανες που υπηρετούσαν στο πιο επίλεκτο σώμα του στρατού μας. Ηταν περήφανες γιατί ο επίλαρχος Γαζής τις είχε διαλέξει μια μια απ' όλο το πεζικό για να τις φέρει στο Ιππικό.
Ηταν η αφρόκρεμα από τα τμήματα του Πεζικού απ' όπου έκανε τις επιλογές του και γι' αυτό ήταν έτοιμες για κάθε θυσία. Βρισκόμασταν όλο το εικοσιτετράωρο στις πόλεις και στα χωριά - καμιά μας δε διανοήθηκε ποτέ να πάει να παραδοθεί στον εχθρό.
Η ζωή μας σαν γυναίκες ήταν δύσκολη γιατί ήμασταν υποχρεωμένες με οποιεσδήποτε δύσκολες συνθήκες της υγείας μας να είμαστε καβάλα στο άλογο. Και όμως, ποτέ μας δε βαρυγκωμήσαμε, ποτέ μας δεν αγανακτήσαμε, ποτέ μας δε σκεφθήκαμε να προδώσουμε αυτό τον ιερό αγώνα που αναγκαστήκαμε να κάνουμε. Μας κυνήγησαν από τα χωριά μας, μας έδιωξαν από τα σπίτια μας, μας έκαναν να ζούμε σαν αγρίμια, άπλυτες και νηστικές, τρώγοντας πολλές φορές μέχρι και άλογα. Και όμως δε μισήσαμε κανένα, δεν εκδικηθήκαμε κανένα, διότι ήμασταν σαν αδέλφια.
...Τα κορίτσια μας πολεμούσαν το ίδιο με τους άντρες και πολλές φορές καλύτερα, ποτέ τους δεν κιότεψαν, σε όσο δύσκολη θέση κι αν βρέθηκαν. Υστερα από πενήντα χρόνια, έστω και τόσο αργά, τους αξίζει έπαινος για την άψογη στάση τους και την "παλικαριά" τους.
Χρέος μας είναι η απόδοση φόρου τιμής σ' εκείνες που έχασαν τη ζωή τους εκτελώντας το καθήκον τους και σ' εκείνες που εκτελέστηκαν στο Μιζούρλο (σ.σ. εδώ γίνονται και οι εκτελέσεις αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης από τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές) την άνοιξη του 1949, ανάμεσα στις οποίες ήταν η Γενοβέφα Γκουτζινοπούλου από τα Φάρσαλα, η Ανάστα Σφήκα που ήταν γυναίκα του Γαζή και η επιλοχίας Ελένη Παλακούδη. Και οι τρεις τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, παρ' όλο που ήταν σε νεαρή ηλικία, στάθηκαν άφοβες, με το κεφάλι ψηλά και χωρίς να τρέμει η φωνή τους φώναξαν μ' όλη τη δύναμή τους: "Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός!" Τέτοιες ήταν οι αμαζόνες μας...».
Το τραγούδι που δίνει φτερά!
Στο πρώτο τρίμηνο του 1948 λειτούργησε Σχολή Εκπαίδευσης Υπαξιωματικών στη Μολόχα Αγράφων. Τελείωσε στις 25 του Μάρτη. Οι μαθητές της ονομάστηκαν λοχίες. Γι' αυτή τη Σχολή υπαξιωματικών η Κατίνα Λατίφη γράφει:
«...Εδώ τα τμήματα ζούσαν δύσκολα. Πολλοί αντάρτες δεν είχαν παπούτσι και φορούσαν πρόχειρα φτιαγμένα τσαρούχια δεμένα με κορδόνια ή είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα με πανιά. Το συσσίτιο ήταν λιτό και ο οπλισμός λίγος. Στο χωρίο Μολόχα άρχιζε εκείνες τις ήμερες να λειτουργεί η νέα σειρά της Σχολης Υπαξιωματικών και η Διοίκηση του Αρχηγείου έστειλε κι εμένα εκεί. Ημασταν αρκετές κοπέλες, περισσότερες ήταν από τα Καραγκουνοχώρια της Καρδίτσας, αλλά απ' όλες μόνο μια από την Καρδίτσα κι εγώ είχαμε πάει στο Γυμνάσιο, ορισμένες δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό! Αρχίσαμε τα μαθήματα και τις ασκήσεις. Μαθαίναμε πως να διαβάζουμε και πως να σχεδιάζουμε ένα χάρτη, τη στρατιωτική ορολογία, τα αζιμούθια, τα αντερείσματα και τους πόρους των ποταμών. Μαθαίναμε να χειριζόμαστε το όπλο (όσα υπήρχαν ήταν ιταλικά, του «Μπούγιου» που λέγαμε, γιατί εκανανμεγαλο κρότο και λίγα ήταν γερμανικά Μάουζερ) ποια είναι τα στρατηγικά σημεία, την τακτική των ελιγμών, του αιφνιδιασμού και της συνεχούς κίνησης. Τον περισσότερο καιρό ήμασταν σε ασκήσεις, γυμναζόμασταν από τα βαθιά χαράματα και κάθε μέρα έπρεπε να ανεβούμε ένα ψηλό βουνό ως την κορυφή μετρώντας το χρόνο για τον καθένα ξεχωριστά και μετά να το κατεβούμε σαν τσουλήθρα, ή σαν βαρελάκι πάνωωστα ξερά φύλλα ή πάνω στο χιόνι. Μια φορά που δεν μπορούσαμε να βγάλουμε τον ανήφορο γιατί το χιόνι ήταν παχύ και ο αέρας αντίθετος, ήρθε δίπλα μου ο διοικητής και μου ψιθύρισε: «Βρες δύναμη ν' αρχίσεις τραγούδι».
Ημουν πολύ λαχανιασμένη, τόσο που με πονούσε η καρδιά, η αναπνοή μου έβγαινε με το ζόρι και σταμάτησα για λίγο να συνέλθω. Γυρνώντας το κεφάλι μου προς την πλαγία όπου ανέβαιναν αργά - αργά οι άλλοι άρχισα να τραγουδώ: Μας το λένε οι κορφές / τα φαράγγια, και οι ρεματιές / οι βρυσούλες, οι ραχούλες, τα βουνά/ ο λαός που τ' άρματα στα χεριά κρατά!
«Λαέ, λαέ» απάντησαν όλοι κι αντήχησε το βουνό. «Ελληνικέ λαέ, αθάνατε λαέ, γεια σου χαρά σου, ανίκητε λαέ, ελληνικές λαέ!». Αυτό ήταν! Ούτε καταλάβαμε πως βγήκαμε στην κορυφή.
Στις ασκήσεις με πολύ κρύο πάγωναν τα χεριά και τα πόδια και κάναμε συνέχεια ειδικές κινήσεις για να μην κοκαλιάσουν, τα μάγουλά μας όμως ήταν κατακόκκινα. Μετά, σαν τελειώναμε την εκπαίδευση, είχαμε πάντοτε χορό και τραγούδια».)
Κυβερνητικοί στρατιώτες κατέλαβαν το «φλάμπουρο»
(Στάσου, συναγωνίστρια!)
«Ανέβαινα τη δασοσκέπαστη πλαγιά του βουνού και κατευθυνόμουν για την έδρα της Μεραρχίας. Ξαφνικά βροχή από σφαίρες πέφτουν μπροστά μου και αδύναμες κατρακυλάν στην πλαγιά. Ρίχνω τα βλέμματά μου προς την κορυφή και βλέπω στη σειρά πεσμένους στη γη στρατιώτες, που πυροβολούσαν. Γυρίζω πίσω και τρέχω προς τη ρεματιά, κοντά στο χώρο που βρίσκονταν το Νοσοκομείο. Οι σφαίρες πέφτουν γύρω μου και κάπου κάπου βλήματα πυροβολικού από τις παλιές θέσεις του. Ενιωσα μια ζεστασιά στο κεφάλι και νόμισα πως τραυματίστηκα. Εβαλα το χέρι μου στο κεφάλι και δεν υπήρξε το δίκωχό μου, αν και το είχα με καρφίτσα στερεωμένο στα μαλλιά μου. Με φτάνει τρέχοντας πίσω μου γνωστός μου συναγωνιστής, ο συν/φος Γιάννης Βλαμόπουλος, αξιωματικός ΠΕ του ΔΣΕ. Μου δίνει το δίκωχό στα χέρια μου και λέει:
- Το βρήκα μπροστά μου στο δρόμο.
- Επεσε από το κεφάλι μου.
- Βλήμα το πέρασε ξυστά. Σου το ξέσχισε.
Εβαλα το δικωχο στην τσέπη μου και προχωρούσαμε μαζί, τρέχοντας.
- Το Νοσοκομείο! είπα σ' αυτόν.
- Τους σήκωσαν όλους απ' εδώ, από τις πρωινές ώρες.
Εκείνος έτρεχε πιο γρήγορα και ενώ απομακρύνονταν από μένα, λέει:
- Θα ακολουθήσεις το μονοπάτι, που ανεβαίνει αριστερά από το ξερόρεμα.
Και τρέχοντας έφυγε από μπροστά μου ο Βλαμόπουλος. Τρέχοντας κι εγώ έφτασα στην άκρη της ρεματιάς, μπροστά μου ο δρόμος που θα ακολουθούσα ξαφνικά ακούω:
- Στάσου, συναγωνίστρια!
Απέναντί μου, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 15 μέτρα, βλέπω δυό στρατιώτες πάνω σε μια πέτρα μεγάλη με στημένο οπλοπολυβόλο. Ελαμψαν βασιλικές «κορώνες» πάνω στους μπερέδες τους. Σιγουρεμένοι πως θα παραδινόμουν σ' αυτούς δεν έστρεψαν αμέσως το πολυβόλο εναντίον μου. Κατέβηκα τρέχοντας προς το ξερόρεμα, που ήταν δεξιότερα και βαθύτερα περί τα δέκα μέτρα από τον αριστερό δρόμο. Μέσα στο ρέμα εδώ και εκεί, έκαιγαν εστίες φωτιάς από τις εμπρηστικές βόμβες, που είχαν οι λίγο πριν από την έφοδο του πεζικού τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Οι στρατιώτες δεν ήταν δυνατόν να τρέξουν μέσα στη ρεματιά, που σίγουρα θα με έπιαναν ζωντανή και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μου.
Οι σφαίρες σφυρίζουν ψηλότερα από το κεφάλι μου και πέφτουν μακρύτερα από μένα. Ελίσσομαι δεξιότερα, που οι εστίες της φωτιάς είναι περισσότερες. Βλέπω κάτι αχρησιμοποίητες χειροβομβίδες του ΔΣΕ. Παίρνω μερικές και τις βάζω στις τσέπες του παντελονιού μου. Σκέπτομαι πως αν τραυματιστώ θάναι προτιμότερο να σκοτωθώ με τη χειροβομβίδα παρά να αιχμαλωτιστώ. Στην τσέπη του χιτωνίου έχω καρφιτσωμένο το κομματικό μου βιβλιάριο. Το πήρα ύστερα από μεγάλη συνέλευση κομματικής ανακαταγραφης στο Γράμμο, αμέσως μετά τις οχυρώσεις μας. Εχει υπογραφή του κομματικού υπευθύνου της 1ης Μεραρχίας, του Νίκου Μπελογιάννη. Βροχή από σφαίρες πέφτουν στα δεξιά που με βλέπανε οι στρατιώτες, εγώ ελίσσομαι καταμεσής της ρεματιάς, σαν μανιασμένες πετούν γύρω μου, σπάζουν χαλικόπετρες μπροστά μου. Δεν σκύβω καθόλου με τη φευγαλέα σκέψη, πως είναι καλύτερα να πέσω σκοτωμένη, παρά να τραυματιστώ. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το νου μου η σκέψη πως θα ήταν ποτέ δυνατό να βγω ζωντανή απ΄' εκεί, μόνο τον τρόπο που θα χανόμουν είχα επιλέξει και έτρεχα με ελιγμούς όρθια. Αρκετά λεπτά της ώρας οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μου κι έτρεχα μαζί με τις σφαίρες, εξοικιωμένη μαζί τους, ώστε αισθάνθηκα ότι μου έλειψε η παρουσία τους, όταν απομακρύνθηκα τόσο, που δεν με έφταναν».
(Μαρτυρία της Βάγιας Παπακόγκου. Το δίκωχό της το φυλάει σαν ενθύμιο)
Λαέ, Λαέ! Σήμερα ζητάνε να χάσεις τη μνήμη σου. Θα το δεχτείς, να χάσεις τον ίδιο τον εαυτό σου;
Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου