ΨΥΤΤΑΛΕΙΑ 1947 Το μαρτύριο της δίψας
Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Ηλιος φονιάς κατακαίει τον άνυδρο ξερόβραχο. Ασβέστης η πέτρα, τυφλωμένα τα μάτια, ξερός ο λάρυγγας, φρυγμένα τα χείλη των χιλιάδων αγωνιστών που αντιμετωπίζουν το μαρτύριο του Ταντάλου: - Νερό, πεθαίνουμε. Ψυττάλεια - Ιούλης του 1947: Από τις μικρές πρωινές ώρες, μετά τα μεσάνυχτα, αστυνομικές κλούβες της εποχής, στρατιωτικά καμιόνια, επιταγμένα λεωφορεία, συγκεντρώνουν και μεταφέρουν, σε μια πρωτοφανή παγάνα κυβερνητικής τρομοκρατίας, χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τον ανθό της ηρωικής γενιάς, στις κοντινές ακτές και από εκεί με πλωτά μέσα στο σημερινό σταθμό επεξεργασίας λυμάτων. Χωρίς να έχουν πάρει μαζί τους τίποτα, σε συνθήκες καύσωνα και χωρίς σταγόνα νερό.
Ανάμεσά τους, γέροντες, άρρωστοι, καρδιοπαθείς, τραυματίες των ηρωικών χρόνων του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα, ανήμποροι άνθρωποι, που μέσα στις φλογισμένες ώρες που ακολουθούν, αλαλιασμένοι από τον καύσωνα και τη δίψα, οδηγούνται στην αφυδάτωση, τη θερμοπληξία, την απώλεια συνείδησης. Κατά το μεσημέρι, οι φωνές ακούγονται ως πέρα, καθώς οι ακτές της Πειραϊκής, τρεμίζουν στο λιοπύρι:
- Νερό, πεθαίνουμε. Νερό, μας σκοτώνουν.
Ολοτρόγυρα η θάλασσα μεγαλώνει το μαρτύριο, καθώς δίνει μέσα σε αντικατοπτρισμούς την ψευδαίσθηση ελπίδων. Μερικοί παραλογισμένοι από την αφυδάτωση, παρουσιάζουν παραισθήσεις και φτάνουν να πιουν θαλασσινό νερό, προσθέτοντας νέα φωτιά στα σωθικά τους...
Πολλές ώρες αργότερα, τα αρματαγωγά, κατάπιναν στα τρίσβαθα των αμπαριών, το βασανισμένο πλήθος, για άγνωστη μέχρι τη στιγμή εκείνη κατεύθυνση, και εκεί στο σκοτεινό χώρο, αφού στην αρχή έριξαν από τη γέφυρα νερό σε άπλυτα βαρέλια πετρελαίου, τράβηξαν αμέσως τις μάνικες στο κατάστρωμα και κατέκλυσαν με βρόμικα νερά το κύτος σε ύψος 15 - 20 εκατοστών. Τιμωρία, γιατί μετά από το λιγοστό νερό των βρόμικων βαρελιών, οι απροσκύνητοι το έριξαν στο αντάρτικο τραγούδι! Ετσι οδηγήθηκαν, μετά από πολύωρη περιπλάνηση στο φουρτουνιασμένο Ικάριο, οι δεσμώτες αγωνιστές, στην Ικαρία της αγωνιστικής αλληλεγγύης.
Ιούλης 1947: Να μην ξεχνάμε, μαζί με τις εκτελέσεις, τις φυλακές, τις εξορίες τα βασανιστήρια, τη μεγάλη δίψα της Ψυττάλειας, τη δίψα της Μακρονήσου, τη δίψα στα άνυδρα ξερονήσια. "Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν".
Ηλιος φονιάς κατακαίει τον άνυδρο ξερόβραχο. Ασβέστης η πέτρα, τυφλωμένα τα μάτια, ξερός ο λάρυγγας, φρυγμένα τα χείλη των χιλιάδων αγωνιστών που αντιμετωπίζουν το μαρτύριο του Ταντάλου: - Νερό, πεθαίνουμε. Ψυττάλεια - Ιούλης του 1947: Από τις μικρές πρωινές ώρες, μετά τα μεσάνυχτα, αστυνομικές κλούβες της εποχής, στρατιωτικά καμιόνια, επιταγμένα λεωφορεία, συγκεντρώνουν και μεταφέρουν, σε μια πρωτοφανή παγάνα κυβερνητικής τρομοκρατίας, χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τον ανθό της ηρωικής γενιάς, στις κοντινές ακτές και από εκεί με πλωτά μέσα στο σημερινό σταθμό επεξεργασίας λυμάτων. Χωρίς να έχουν πάρει μαζί τους τίποτα, σε συνθήκες καύσωνα και χωρίς σταγόνα νερό.
Ανάμεσά τους, γέροντες, άρρωστοι, καρδιοπαθείς, τραυματίες των ηρωικών χρόνων του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα, ανήμποροι άνθρωποι, που μέσα στις φλογισμένες ώρες που ακολουθούν, αλαλιασμένοι από τον καύσωνα και τη δίψα, οδηγούνται στην αφυδάτωση, τη θερμοπληξία, την απώλεια συνείδησης. Κατά το μεσημέρι, οι φωνές ακούγονται ως πέρα, καθώς οι ακτές της Πειραϊκής, τρεμίζουν στο λιοπύρι:
- Νερό, πεθαίνουμε. Νερό, μας σκοτώνουν.
Ολοτρόγυρα η θάλασσα μεγαλώνει το μαρτύριο, καθώς δίνει μέσα σε αντικατοπτρισμούς την ψευδαίσθηση ελπίδων. Μερικοί παραλογισμένοι από την αφυδάτωση, παρουσιάζουν παραισθήσεις και φτάνουν να πιουν θαλασσινό νερό, προσθέτοντας νέα φωτιά στα σωθικά τους...
Πολλές ώρες αργότερα, τα αρματαγωγά, κατάπιναν στα τρίσβαθα των αμπαριών, το βασανισμένο πλήθος, για άγνωστη μέχρι τη στιγμή εκείνη κατεύθυνση, και εκεί στο σκοτεινό χώρο, αφού στην αρχή έριξαν από τη γέφυρα νερό σε άπλυτα βαρέλια πετρελαίου, τράβηξαν αμέσως τις μάνικες στο κατάστρωμα και κατέκλυσαν με βρόμικα νερά το κύτος σε ύψος 15 - 20 εκατοστών. Τιμωρία, γιατί μετά από το λιγοστό νερό των βρόμικων βαρελιών, οι απροσκύνητοι το έριξαν στο αντάρτικο τραγούδι! Ετσι οδηγήθηκαν, μετά από πολύωρη περιπλάνηση στο φουρτουνιασμένο Ικάριο, οι δεσμώτες αγωνιστές, στην Ικαρία της αγωνιστικής αλληλεγγύης.
Ιούλης 1947: Να μην ξεχνάμε, μαζί με τις εκτελέσεις, τις φυλακές, τις εξορίες τα βασανιστήρια, τη μεγάλη δίψα της Ψυττάλειας, τη δίψα της Μακρονήσου, τη δίψα στα άνυδρα ξερονήσια. "Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου